Η ιγμορίτιδα αποτελεί μια από τις πλέον συχνές λοιμώξεις για την αντιμετώπιση της οποίας μπορεί να χρειαστεί ακόμη και ο χειρουργικός καθαρισμός των παραρρίνιων κόλπων. Ενημερωθείτε για τις καλύψεις του ασφαλιστηρίου σε ό,τι αφορά τη διάγνωση και τη θεραπεία της φλεγμονής
Διανύουμε τον δεύτερο μήνα του φθινοπώρου και ήδη έχουν κάνει την εμφάνιση τους οι πρώτες ιώσεις σε μικρούς και μεγάλους. Το ανώτερο αναπνευστικό είναι το αγαπημένο πεδίο δράσης των ιών. Αυτό συμβαίνει γιατί βοηθάει η ανατομία της περιοχής με τις αρκετές δυνητικές «πύλες εισόδου» των παθογόνων μικροοργανισμών (μύτη, στόμα).
Οι πιο συχνές λοιμώξεις που εμφανίζονται πέρα από το κοινό κρυολόγημα είναι η φαρυγγίτιδα, η λαρυγγίτιδα, η αμυγδαλίτιδα και βέβαια η ιγμορίτιδα. Οι επιπτώσεις της τελευταίας μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε ωτίτιδα ή και υποτροπιάζουσες αμυγδαλίτιδες.
Με την ονομασία ιγμορίτιδα συνήθως περιγράφεται η φλεγμονή ενός ή και των δύο ιγμορείων κόλπων που υπάρχουν δεξιά και αριστερά από τη μύτη. Κανονικά τα ιγμόρεια καταλαμβάνονται από αέρα. Όταν όμως υπάρχει κάποια λοίμωξη δημιουργείται μεγάλη παραγωγή και συγκέντρωση βλέννας ή και πύου (εάν υπάρξει επιμόλυνση) μέσα στα ιγμόρεια ή τους παραρρίνιους κόλπους.
Στα συμπτώματα της ιγμορίτιδας περιλαμβάνεται η ρινική συμφόρηση, καταρροή, έκκριση βλέννης οπισθορινικά, έντονη πίεση ή και πόνος στο πρόσωπο ειδικά όταν ο πάσχων σκύψει μπροστά ή κάνει απότομη κίνηση του κεφαλιού. Επιπροσθέτως ο ασθενής μπορεί να παρουσιάσει δέκατα ή ακόμα πυρετό, κόπωση και βήχα.
Η ιγμορίτιδα μπορεί να οφείλεται σε ιό (ιογενής) ή σε βακτήριο (βακτηριακή). Παράγοντες που προδιαθέτουν στην εμφάνισή της είναι η αλλεργική ή μη αλλεργική ρινίτιδα, η σκολίωση του διαφράγματος, η διόγκωση της μέσης ρινικής κόγχης, η τοπική χρήση φαρμάκων για τη μύτη, η ηλικία, το κάπνισμα, οι ρινικοί πολύποδες, καθώς και τα αεροπορικά ταξίδια.
Υπάρεέχουν τρείς τύποι ιγμορίτιδας. Ο πρώτος είναι η οξεία ιγμορίτιδα που εμφανίζεται συχνότερα μετά από ένα κοινό κρυολόγημα. Στην υποτροπιάζουσα οξεία ιγμορίτιδα ο ασθενής παρουσιάζει για τέσσερις ή περισσότερες φορές ετησίως επεισόδια οξείας ιγμορίτιδας. Ο τρίτος τύπος ιγμορίτιδας είναι η χρόνια και γίνεται αντιληπτή από τη μεγάλη διάρκεια των συμπτωμάτων που μπορεί να ξεπεράσουν τις 12 εβδομάδες. Είναι συχνότερη σε άτομα με μεγάλου βαθμού σκολίωση του ρινικού διαφράγματος και μεγάλου βαθμού υπερτροφία των ρινικών κογχών ακόμα και σε περιστατικά ρινικής πολυποδίασης.
Η αντιμετώπιση
Καθίσταται σαφές ότι η ιγμορίτιδα αποτελεί μία φλεγμονή για την αντιμετώπιση της οποίας χρειάζεται καθοδήγηση και εξατομικευμένη διάγνωση από εξειδικευμένο ΩΡΛ σχετικά με τη διερεύνηση της αιτιολογίας, την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και την αποφυγή επιπλοκών.
Η διάγνωση της ιγμορίτιδας γίνεται με τη λήψη ιστορικού, τον κλινικό έλεγχο και την παρακέντηση του ιγμορείου άντρου για λήψη υγρού ή υλικού προς καλλιέργεια. Έτσι ο γιατρός θα έχει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την κατάσταση της υγείας του ασθενούς πριν λάβει την οποιαδήποτε απόφαση.
Η θεραπεία για την ιγμορίτιδα επικεντρώνεται σε πρώτη φάση στην συντηρητική θεραπεία δηλαδή στον καθαρισμό της μύτης με ισότονα διαλύματα, τη χρήση ρινικών spray και τη φαρμακευτική αγωγή με αναλγητικά ή αντιβιοτικά εφόσον τα συστήσει ο γιατρός.
Σε περιπτώσεις που η συντηρητική θεραπεία δεν έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα και αντιθέτως τα συμπτώματα επιδεινώνονται με την εμφάνιση επιπλοκών, συνίσταται ο χειρουργικός καθαρισμός των παραρρινίων κόλπων. Αυτή η θεραπεία χαρακτηρίζεται ως ελάχιστα επεμβατική και ανώδυνη και δεν απαιτεί πολυήμερη απουσία του ασθενή από την εργασία και την καθημερινότητά του.