Κατά την τελευταία δεκαετία, έχει αναδειχθεί η σημασία της επίλυσης της φλεγμονής, αντί για τη διακοπή της, στην αντιμετώπιση των αυτοάνοσων νοσημάτων. Αυτό αναμένεται να αλλάξει πλήρως την πορεία της υγείας των ασθενών με αυτοάνοσο, δίνοντας έμφαση στην αποκατάσταση της υγείας των ασθενών αντί για την καταστολή και μόνο των συμπτωμάτων.
Καταπολεμώντας τη Φλεγμονή στα Αυτοάνοσα Νοσήματα
Τα αυτοάνοσα είναι νοσήματα που χαρακτηρίζονται από χρόνια φλεγμονή.
Σε ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα, το ανοσοποιητικό τους σύστημα δεν μπορεί να διαχωρίσει τους ιστούς του οργανισμού σε σχέση με ξένα στοιχεία. Παράγει αντισώματα έναντι των δικών του οργάνων και σταδιακά τα καταστρέφει, προκαλώντας χρόνια φλεγμονή.
Ανάλογα με το όργανο που πλήττεται αναπτύσσονται και διαφορετικά συμπτώματα. Ωστόσο, ο βασικός μηχανισμός ανάπτυξης αυτών των νοσημάτων είναι κοινός, όπως κοινά είναι και πολλά συμπτώματα που προκύπτουν λόγω της χρόνιας φλεγμονής.
Ορμόνες και κυτοκίνες που απελευθερώνονται από το σημείο της φλεγμονής, επιδρούν στη λειτουργία του οργανισμού συνολικά.
Τα πιο κοινά συμπτώματα που οφείλονται στην χρόνια φλεγμονή σε ασθενείς με αυτοάνοσο, είναι:
Έντονη κόπωση και χαμηλά επίπεδα ενέργειας, που δεν υποχωρούν με την ξεκούραση.
Χρόνιος πόνος σε μύες, αρθρώσεις και τένοντες.
Εναλλαγές στη διάθεση, όπως υπερένταση, εκνευρισμός ή μελαγχολία.
Διαταραχές στη λειτουργία του εντέρου και του στομάχου, κοιλιακή διάταση, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, δυσκοιλιότητα ή και διάρροιες.
Μειωμένη πνευματική διαύγεια, θολούρα και δυσκολία συγκέντρωσης.
Αυξημένη εναπόθεση σπλαχνικού λίπους, η αντίσταση στην ινσουλίνη που είναι βασικός παράγοντας στην ανάπτυξη αυτοάνοσων ασθενειών, οδηγεί στην εναπόθεση λίπους στην κοιλιακή χώρα.
Φλεγμονή: η Προσπάθεια του Οργανισμού να Επιδιορθώσει μια Βλάβη
Η φλεγμονή είναι το σύνολο των διαδικασιών που ενεργοποιεί το σώμα ώστε να διορθώσει μια βλάβη.
Ο πόνος έχει στόχο την προστασία του μέρους του σώματος που έχει πληγεί, ώστε να μην το χρησιμοποιούμε και να το προφυλάσσουμε, μέχρι αυτό να επουλωθεί.
Το πρήξιμο (οίδημα), η ερυθρότητα και η θερμότητα, οφείλονται στην αυξημένη αιμάτωση. Περισσότερο αίμα πηγαίνει στο σημείο της βλάβης, για τη μεταφορά θρεπτικών στοιχείων στους ιστούς που πρέπει να επιδιορθωθούν και τη συλλογή των υπολειμμάτων και των κυττάρων που έχουν καταστραφεί.
Στόχος της φλεγμονής είναι η επούλωση μιας βλάβης. Η ολοκλήρωση της διαδικασίας επούλωσης, καταλήγει σε επίλυση της φλεγμονής.
Ωστόσο, στα αυτοάνοσα νοσήματα η βλάβη είναι συνεχής. Η βλάβη που μπορεί να προκύψει μετά από έναν τραυματισμό ή μια λοίμωξη, έχει συνήθως περιορισμένη διάρκεια. Στα αυτοάνοσα, το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στους ιστούς και στα όργανα που δεν αναγνωρίζει, συνεχόμενα και για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Αυτό προκαλεί χρόνια φλεγμονή και σταδιακή καταστροφή του οργάνου που πλήττεται, συμπεριλαμβανομένων του θυρεοειδή, των αρθρώσεων, του νευρικού συστήματος, του βλεννογόνου του εντέρου, του δέρματος, των ματιών και άλλων.
Στόχος της φλεγμονής είναι η επούλωση μιας βλάβης. Η ολοκλήρωση της διαδικασίας επούλωσης, καταλήγει σε επίλυση της φλεγμονής.
Μέχρι και λίγα χρόνια πριν, η αντιμετώπιση της φλεγμονής επικεντρωνόταν κυρίως στη διακοπή της με τη χρήση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, κορτιζόνης και βιολογικών παραγόντων. Επιπρόσθετα, σε περιπτώσεις που η διακοπή της φλεγμονής δεν επαρκεί για τον έλεγχο των συμπτωμάτων, χορηγούνται ανοσοκατασταλτικά, ώστε να μειωθεί η δράση του ανοσοποιητικού και η βλάβη που προκαλεί στα δικά του όργανα.
Η διακοπή της φλεγμονής όμως και η καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος προκαλούν επιπλέον προβλήματα. Η διακοπή της φλεγμονής δεν επιτρέπει την επούλωση των ιστών και τη φυσιολογική επίλυση της φλεγμονής. Ενώ η καταστολή του ανοσοποιητικού αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρών λοιμώξεων και καρκίνου.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ασθενείς νιώθουν ότι η θεραπεία μπορεί να είναι χειρότερη από τη νόσο. Η λήψη κορτιζόνης σε μεγάλες δόσεις και η καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος, επηρεάζουν τη διάθεση, αυξάνουν το σωματικό βάρος και αφήνουν το σώμα εκτεθειμένο σε λοιμώξεις από μικρόβια και ιούς[1].
Μπορούν οι Ασθενείς με Αυτοάνοσο να Είναι Υγιείς;
Κατά την τελευταία δεκαετία, έχει αναδειχθεί η σημασία της επίλυσης της φλεγμονής, αντί για τη διακοπή της, στην αντιμετώπιση των αυτοάνοσων νοσημάτων. Αυτό αναμένεται να αλλάξει πλήρως την πορεία της υγείας των ασθενών με αυτοάνοσο, δίνοντας έμφαση στην αποκατάσταση της υγείας των ασθενών αντί για την καταστολή και μόνο των συμπτωμάτων[2].
Μέχρι και λίγα χρόνια πριν πιστεύαμε ότι τα αυτοάνοσα οφείλονταν κυρίως σε δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Σήμερα γνωρίζουμε ότι και τα ίδια τα κύτταρα που πλήττονται, έχουν υποστεί αλλοιώσεις[3].
Τα αυτοάνοσα νοσήματα προκύπτουν κυρίως από αλλοιώσεις που συνδέονται με τον τρόπο ζωής, ελλείψεις του οργανισμού και με τη διατροφή[4][5].
Οι ελλείψεις σε μικροθρεπτικά συστατικά, η αντίσταση στην ινσουλίνη, η διαταραχή του μικροβιώματος, η μειωμένη ικανότητα επούλωσης του οργανισμού, προκαλούν αλλαγές στη φυσιολογική σύσταση των κυττάρων και δυσκολεύουν την αναγνώριση τους από το ανοσοποιητικό σύστημα.
Παράλληλα, οι ίδιες μεταβολικές διαταραχές προκαλούν υπερ-δραστηριότητα του ανοσοποιητικού, το οποίο παράγει αυτοαντισώματα και επιτίθεται σε δικά του όργανα και ιστούς, στα οποία δεν θα έπρεπε να επιτεθεί[6][7].
Ο εντοπισμός και η διόρθωση των ελλείψεων και των μεταβολικών διαταραχών που οδήγησαν στην αλλοίωση των ιστών και στη δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού, επιτρέπει την επίλυση της φλεγμονής και την επούλωση των ιστών[8].
Ο χρόνος παρέμβασης και η ικανότητα των διαφορετικών ιστών να επουλώσουν, διαμορφώνουν το βαθμό ανταπόκρισης. Διαφορετικοί ιστοί επιδεικνύουν διαφορετική ικανότητα επούλωσης. Σε νοσήματα που αφορούν το θυρεοειδή, το νευρικό σύστημα και όργανα με αργό ρυθμό ανάπλασης, η πρώιμη παρέμβαση επιφέρει καλύτερα αποτελέσματα.
Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δε διαχειριστούν οι ελλείψεις και οι μεταβολικές διαταραχές που εμπλέκονται στην ανάπτυξη της νόσου, η πορεία της προχωρά σε σταθερή και σταδιακή επιδείνωση μέσα από εξάρσεις και υφέσεις, επιβαρύνοντας την καθημερινότητα και την κατάσταση υγείας του ασθενή.
Μέχρι και λίγα χρόνια πριν, η ακριβής καταγραφή των μεταβολικών διαταραχών και των ελλείψεων που προάγουν τη φλεγμονή, ήταν ιδιαίτερα δύσκολη με τις κλασσικές μεθόδους μέτρησης.
Κατά την τελευταία δεκαετία, η μέτρηση πολύ μικρών μορίων που συμμετέχουν στις χημικές αντιδράσεις του οργανισμού, των μεταβολιτών, παρέχει πληροφορίες σχετικά με την ικανότητα του οργανισμού να διαχειριστεί τη φλεγμονή.
Οι συγκεκριμένες εξετάσεις ονομάζονται μεταβολομικές αναλύσεις και απευθύνονται σε ασθενείς που έχουν διαγνωστεί με αυτοάνοσο ή χρόνιo νόσημα.
Πρόκειται για μια ευαίσθητη μέθοδο μέτρησης, που ανιχνεύει τις ελλείψεις του οργανισμού και τις μεταβολικές διαταραχές που συνδέονται με τη διαχείριση της φλεγμονής και την πορεία αυτής της κατηγορίας ασθενειών
Οι μεταβολομικές αναλύσεις είναι μια κατηγορία εξειδικευμένων εξετάσεων που ανιχνεύουν περισσότερους από 80 δείκτες, που αφορούν:
- Στο μεταβολισμό των λιπαρών οξέων: η σχέση μεταξύ ωμέγα-3 και ωμέγα-6 λιπαρών είναι σημαντικός δείκτης για την ικανότητα του οργανισμού να διαχειρίζεται τις φλεγμονές, ενώ παράλληλα παίζουν κεντρικό ρόλο στη ρύθμιση της φυσιολογικής απόκρισης του ανοσοποιητικού συστήματος.
- Σε ελλείψεις μικροθρεπτικών συστατικών: ελλείψεις σε βιταμίνη D, βιταμίνη C, σελήνιο, ψευδάργυρο, αντιοξειδωτικά και ωμέγα-3.
- Στην παραγωγή ενέργειας στα μιτοχόνδρια (οργανίδια όπου παράγεται ενέργεια στα κύτταρα)
- Σε δυσχέρεια στο μεταβολισμό των απλών ζαχάρων: κατανάλωση απλών ζαχάρων μεγαλύτερη από αυτή που μπορεί να μεταβολίσει ο κάθε οργανισμός, πυροδοτεί φλεγμονές και είναι σημαντικός δείκτης για την πορεία των αυτοάνοσων και χρόνιων ασθενειών.
- Στην αντίσταση στην ινσουλίνη: Αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης διαταράσσουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού, επιδεινώνουν τη φλεγμονή και επιταχύνουν την καταστροφή των οργάνων.
- Στην κατάσταση της μικροβιακής χλωρίδας του οργανισμού: αλλοίωση του μικροβιώματος συνδέεται με επιδείνωση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος και της ικανότητας του να ξεχωρίζει μεταξύ των δικών του ιστών και εξωγενών στοιχείων, όπως παθογόνα μικρόβια και ιοί.
Το είδος των συγκεκριμένων αναλύσεων διαφέρει από τις κοινές εργαστηριακές εξετάσεις. Πρόκειται για υψηλά εξειδικευμένες εξετάσεις, που μετρούν πολύ μικρά μόρια στον οργανισμό και διενεργούνται σε λιγότερα από 10 εργαστήρια παγκοσμίως, με πολύ υψηλά στάνταρ.
Στην Ελλάδα διενεργούνται αποκλειστικά στην κλινική μας.
Με τη χρήση των μεταβολομικών αναλύσεων, ανιχνεύονται μικρά μόρια που συμμετέχουν στις χημικές αντιδράσεις του οργανισμού και καταγράφουν με ακρίβεια τις ελλείψεις και τις μεταβολικές διαταραχές που τροφοδοτούν τη φλεγμονή και επιβαρύνουν την πορεία των αυτοάνοσων και χρόνιων ασθενειών. Τέτοια νοσήματα είναι η νόσος του Χασιμότο, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, το σύνδρομο Sjogren, η ψωρίαση, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η παχυσαρκία, ο διαβήτης, ο καρκίνος, ο λύκος, η οστεοαρθρίτιδα και άλλα.
Σε περίπτωση που δεν εντοπιστούν οι ελλείψεις και οι μεταβολικές διαταραχές που προάγουν τη χρόνια φλεγμονή και εμποδίζουν την επίλυση της, η πορεία της υγείας επιδεινώνεται σταθερά, ενώ μειώνεται σημαντικά η απόκριση σε φαρμακευτικές αγωγές που στοχεύουν στη διακοπή της φλεγμονής, όπως κορτιζόνη, αντιφλεγμονώδη και βιολογικοί παράγοντες.
Σήμερα η ιατρική διαθέτει περισσότερα εργαλεία από αυτά που διέθετε δέκα ή πέντε μόλις χρόνια πριν.
Στοχευμένες ιατρικές παρεμβάσεις για τη διόρθωση των ελλείψεων του οργανισμού, σε συνδυασμό με τη χρήση νέων αποτελεσματικότερων και πιο φιλικών φαρμακευτικών αγωγών, αλλάζουν την πορεία της νόσου και την ποιότητα ζωής αυτών των ασθενών.