Σε απόγνωση βρίσκονται οι αγρότες του Ηρακλείου καθώς το περιβάλλον που έχει δημιουργηθεί και τα άλυτα προβλήματα τος οδηγούν στην εγκατάλειψη των καλλιεργειών κυρίως του αμπελιού και της ελιάς.
Πολλοί παλιοί και νέοι αγρότες εδώ και χρόνια εγκαταλείπουν τη γη με αποτέλεσμα να έχει μειωθεί η παραγωγή τόσο του ελαιολάδου όσο και των σταφυλιών με κίνδυνο να ερημοποιηθεί και η ύπαιθρος και τα χωριά. Σύμφωνα με το μέλος της ΕΑΣΗ Μιχάλη Καμπιτάκη που μίλησε στο Ράδιο Κρήτη, όλο και περισσότεροι αγρότες εγκαταλείπουν τον πρωτογενή τομέα αφού βλέπουν ότι δεν μπορούν να επιβιώσουν και στρέφονται σε άλλα επαγγέλματα όπως τον τουρισμό και την οικοδομή.
Αμπέλια, ελαιοκαλλιέργειες αλλά και θερμοκήπια εγκαταλείπονται σταδιακά εξαιτίας κυρίως του υπέρογκου καλλιεργητικού κόστους, τις αυξημένες τιμές ενέργειας καθώς και τις απανωτές ζημιές στις καλλιέργειες λόγω της κλιματικής κρίσης αλλά και εξαιτίας της μείωσης των επιδοτήσεων και της μη οικονομικής στήριξης των αγροτών.
Όλα αυτά έχουν δημιουργήσει μια ασφυκτική κατάσταση για όλους τους αγρότες, με αποτέλεσμα να θίγεται πια η επιβίωσή τους αλλά και το ίδιο το μέλλον του πρωτογενούς τομέα.
Σύντομα αυτή η κατάσταση που διαμορφώνεται θα αποτελεί μείζον κοινωνικό ζήτημα, με σοβαρές συνέπειες για την διατροφική επάρκεια της χώρας μας.
Μιλώντας επίσης για το ίδιο θέμα ο Εντεταλμένος Περιφερειακός σύμβουλος ποιότητας ζωής της υπαίθρου και αντιπρόεδρος της ΚΕΟΣΟΕ Πρίαμος Ιερωνυμάκης έκρουσε καμπανάκι κινδύνου για την επιβίωση του πρωτογενή τομέα και ανέφερε ότι έχει ζητήσει συνάντηση με τον νέο υπουργό αγροτικής ανάπτυξης κ. Τσιάρα για τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελαιοκομία αλλά και οι αμπελώνες από την παρατεταμένη ξηρασία τον καύσωνα, τον περονόσπορο κ.α Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί στις αγροτικές περιοχές είναι μια παλαιότερη έρευνα που δείχνει ότι οι αροτραίες καλλιέργειες μειώθηκαν κατά 16,1% στα 13,52 εκατ. στρέμματα από 16,12 εκατ, τα αμπέλια και τα σταφιδάμπελα κατέγραψαν μεγαλύτερη πτώση της τάξεως του 29,7% στα 607.096,9 στρέμματα, ενώ οι δενδρώδεις καλλιέργειες περιορίστηκαν σε μικρότερο ποσοστό (-9,7%), από τα 8,57 εκατ. στρέμματα στα 7,46 εκατ. στρέμματα