Ο αριθμός των νέων κρουσμάτων που θα εισέλθουν στη χώρα, η χαλαρότητα λόγω διακοπών, η δυσκολία στην ιχνηλασιμότητα των επαφών αλλά και η δυσκολία στα διασύνδεση μικρών νησιών είναι τα βασικά σημεία ανησυχίας.
Περισσότερο ενισχυμένες παρά ποτέ είναι οι δομές υγείας της χώρας οι οποίες βρίσκονται σε νησιωτικές περιοχές, όμως αυτό δε σημαίνει ότι είναι ικανές να αντιμετωπίσουν γρήγορα την εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού. Σύμφωνα με κύκλους της επιστημονικής κοινότητας, θεωρείται βέβαιο ότι ένας σημαντικός αριθμός νέων κρουσμάτων θα εισέλθει στην Ελλάδα με το άνοιγμα των πτήσεων και θεωρείται αδύνατον αν εντοπιστεί το σύνολο των κρουσμάτων που θα έρθουν. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη χαλαρότητα που προκαλούν οι διακοπές μπορεί να δημιουργήσει εστίες της επιδημίας σε διάφορες περιοχές.
Εκείνο το οποίο αποτελεί μια σχετικά δύσκολη εξίσωση λοιπόν είναι το πόσα νέα κρούσματα θα εισέλθουν και σε ποιες περιοχές. Το υπουργείο υγείας έχει απλώσει ένα μεγάλο δίχτυ προστασίας ώστε να μπορεί να εντοπίσει έγκαιρα τα εισερχόμενα κρούσματα και διαθέτοντας ένα αρκετά ενισχυμένο υγειονομικό δίκτυο να τα διαχειριστεί. Όμως εκείνο που δεν μπορεί να γνωρίζει και να ελέγξει είναι πόσα από τα κρούσματα δεν θα εντοπιστούν και ακόμη περισσότερο το ποιοι θα “αποτελέσουν κρούσμα” ακόμη και αν το τεστ που θα κάνουν βρουν αρνητικό.
Πέρα από τα παραπάνω επιστημονικά δεδομένα, εκείνο που προβληματίζει περισσότερο είναι η ατομική ευθύνη. Η αύξηση των κρουσμάτων των τελευταίων ημερών αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση. Επίσης και οι εικόνες από πάρτι και συγχρωτισμό σε καταστήματα διασκέδασης είναι μια άλλη ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος. Είναι σίγουρο πως έχοντας διάθεση για διακοπές και χαλάρωση, η τήρηση μέτρων υγιεινής όπως η διατήρηση αποστάσεων, η καθαριότητα των χεριών και η χρήση μάσκας θα περιέλθουν στην αδιαφορία.
Να σημειώσουμε ακόμη ότι και εντός συνόρων και παρά τις προειδοποιήσεις, το γεγονός ότι η Ελλάδα θεωρείται από τις ασφαλέστερες χώρες λόγω του χαμηλού επιδημιολογικού της φορτίου, προκάλεσε τη σημαντική χαλάρωση στην τήρηση των μέτρων. Θα έλεγε κανείς ότι και η πλειονότητα των τουριστών που θα έρθουν στη χώρα θα την επιλέξουν γι’ αυτή την ασφάλειά της, όμως κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι και οι ίδιοι θα έχουν συναίσθηση αν νοσούν και ότι θα πρέπει να ακολουθούν τις οδηγίες.
Μεγάλο βάρος στην προσπάθεια ελέγχου μιας εισερχόμενης έξαρσης της πανδημίας, αποτελούν οι έλεγχοι. Αυτό όμως δεν εξασφαλίζει τη μεταδοτικότητα του ιού. Ένας ασυμπτωματικός ασθενής που θα εντοπιστεί αρκετές ώρες αφού έχει εισέλθει στη χώρα μας, μπορεί να μεταδώσει το ιό κι αυτό θα φανεί αρκετές μέρες αργότερα.
Η Ελλάδα με τα σημερινά της δεδομένα μπορεί να διαχειριστεί την κατάσταση, όμως υπάρχει μία ακόμη ιδιαίτερα αρνητική παράμετρος: η δυνατότητα ιχνηλασιμότητας. Μπορεί ο κάθε ταξιδιώτης κατά τη διάρκεια της μετάβασής του στη χώρα να έχει ελεγχόμενες επαφές, όμως όταν κυκλοφορεί σε στενούς δρόμος με συνωστισμό, μπαρ ή όταν φλερτάρει, κανείς δεν είναι δυνατόν να τον ελέγξει. Υπάρχει λοιπόν ο κίνδυνος να μην είναι εύκολος ο εντοπισμός των επαφών ενός κρούσματος που διαγνώστηκε αφού ήρθε στη χώρα.
Όλα τα παραπάνω συνθέτουν ένα δύσκολο τοπίο για τη χώρα με το άνοιγμα τον πτήσεων. Σχεδόν το σύνολο των επιστημόνων μιλά για σημαντικό ρίσκο που παίρνουμε, όμως δεν υπάρχει και εναλλακτική από τη στιγμή που η οικονομία εξαρτάται πολύ από τον τουρισμό. Το να αναμέναμε την ύφεση της επιδημίας σε διεθνές επίπεδο για να ξεκινήσει ο τουρισμός, με τα μεχρι τώρα δεδομένα θα ήταν μια σημαντική καταστροφή.