Επιτέλους κέρδος: Η «ακτινογραφία» του κόστους παραγωγής ελαιολάδου

Από το 2002 έως το 2022 αθροιστικά οι τιμές του παραγωγού έχουν διπλασιαστεί, φέρνοντας οριακά θετικό ισοζύγιο

Οριακό κέρδος και όχι υπερκέρδος είναι το αποτέλεσμα που προκύπτει φέτος από τη σχέση μεταξύ του κόστους παραγωγής και της τιμής παραγωγού για το κρητικό ελαιόλαδο, με βάση τα στοιχεία που παραθέτει στο neakriti.gr, μέσα από μια προσωπική του ανάλυση σε βάρος 20 και πλέον χρόνων, ο γεωπόνος και πρώην διευθυντής του Β’ Καταστήματος Ηρακλείου της πάλαι ποτέ Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδος Κωστής Παπαδάκης.

Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει καταγράψει, φέτος το κόστος παραγωγής, συνυπολογίζοντας όλες τις τιμές στα γεωργικά εφόδια, τα καύσιμα και τα μεροκάματα στην ελιά, κυμαίνεται από 6 έως και 7 ευρώ το κιλό, γεγονός που σημαίνει ότι ο ελαιοπαραγωγός θα έχει κέρδος που δε θα είναι καν σημαντικό!

Αναλυτικότερα, ο γνωστός γεωπόνος, ο οποίος για πολλά χρόνια έκανε ανάλογες μελέτες κόστους και κέρδους στον τομέα των θερμοκηπιακών καλλιεργειών της νότιας Κρήτης, ξεκινάει την παρουσίαση των στοιχείων του λέγοντας στο neakriti.gr: «Το πρώτο που πρέπει να υπολογίζεται είναι το κόστος παραγωγής. Και αναφερόμενοι στο ελαιόλαδο, ας δούμε την πορεία του κόστους τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Το 2002 είχαμε πάλι στο neakriti.gr υπολογίσει το κόστος παραγωγής 1 κιλού ελαιολάδου περίπου στα 3 ευρώ. Την περίοδο αυτή, οι ΕΑΣ ανακοίνωσαν τιμή συγκέντρωσης, δηλαδή αγοράς, 2,11 ευρώ το κιλό. Που σημαίνει ότι για παραγωγή 1.000 κιλών ελαιολάδου, ο παραγωγός όχι μόνο δεν είχε κέρδος, αλλά έπρεπε να διαθέσει επιπλέον από ίδια χρήματα 890 ευρώ. Επιπλέον, για να πληρώσει ένα ημερομίσθιο εργάτη 30 ευρώ, έπρεπε να πουλήσει 15 κιλά λάδι! Την ίδια περίοδο για ένα καφέ φραπέ των 3 ευρώ έπρεπε να διατεθεί 1,5 κιλό ελαιόλαδο! Γίνεται κατανοητό το πόσο μεγάλη ζημιά υφίσταντο η παραγωγή από την ελαιοκαλλιέργεια, η οποία καθίσταντο ασύμφορη και αξίζει να σημειωθεί ότι, με αυτά τα δεδομένα, πραγματοποιήσαμε γεωργοοικονομική μελέτη σε γεωργική εκμετάλλευση στον νομό Ηρακλείου, όπου αποτυπώθηκε ζημιά αντί κέρδος, γεγονός που οδήγησε τον παραγωγό της συγκεκριμένης καλλιέργειας, μετά από λίγους μήνες, να φύγει εργάτης στο εξωτερικό».

Τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι σήμερα

Συνεχίζοντας την ανάλυσή του, ο γεωπόνος Κωστής Παπαδάκης λέει: «Το έτος 2009, σε νέο κοστολόγιο που πραγματοποιήσαμε, υπολογίστηκε ότι για την κάλυψη του κόστους παραγωγής 1 κιλού ελαιολάδου, για να υπάρχει ένα μικρό κέρδος, η τιμή πώλησης έπρεπε να είναι κατ’ ελάχιστο 4,5 έως 5 ευρώ, ανάλογα με το μέγεθος της εκμετάλλευσης. Την ίδια περίοδο, η τιμή που απολάμβανε ο παραγωγός παρέμενε στα 2,5 έως 3 ευρώ ανά κιλό και μόνο για το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο οξύτητας 0,3.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η ελαιοκαλλιέργεια καθίσταντο προβληματική και ζημιογόνος για τους παραγωγούς και υπήρχε σκέψη για εγκατάλειψη της καλλιέργειας»…

Από το 2002 έως το 2022

Για τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ο γεωπόνος και στέλεχος της πάλαι ποτέ ΑΤΕ λέει χαρακτηριστικά: «Πέρασαν δύο δεκαετίες μέχρι το 2022 και όλα αυτά τα χρόνια η τιμή ήταν καθηλωμένη στα 3 ευρώ ανά κιλό και μόνο για οξύτητα 0,3. Όμως δε συνέβη το ίδιο και με το κόστος παραγωγής, αφού σε όλους τους συντελεστές παραγωγής του ελαιολάδου οι ανατιμήσεις ήταν συνεχείς από έτος σε έτος, με συνέπεια το έτος 2022 να επιβαρύνεται υπερβολικά το κόστος παραγωγής: Η τιμή των λιπασμάτων σχεδόν διπλασιάστηκε. Το όργωμα από 35 ευρώ ανά στρέμμα το 2002 αυξήθηκε στα 70 έως 80 ευρώ το στρέμμα το 2022. Το ημερομίσθιο από 35 ευρώ αυξήθηκε στα 60 έως 80 ευρώ. Και αν υπολογιστεί και το φαγητό, είναι επιπλέον 5 με 10 ευρώ ανά άτομο. Το κόστος των εργατικών για κλάδεμα, συλλογή και κάψιμο των κλαδιών, της λίπανσης και των ψεκασμών υπερδιπλασιάστηκαν. Παρόμοιες αυξήσεις σημειώθηκαν και στα φάρμακα για ψεκασμό. Στα καύσιμα για τις μεταφορές όλο τον χρόνο και στη λειτουργία των ραβδιστικών. Στην απόσβεση των μηχανημάτων και εργαλείων που απαιτούνται για την καλλιέργεια. Υπόψη όλων αυτών, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι, με σχεδόν διπλασιασμό του κόστους παραγωγής στα 4 ευρώ τουλάχιστο το κιλό, η πώληση του ελαιολάδου στην τιμή των 3 ευρώ ανά κιλό, που ήταν και το 2022, είχε ως αποτέλεσμα τεράστια ζημιά στον ελαιοπαραγωγό. Και η κατάσταση αυτή τον οδηγούσε σε οικονομική εξαθλίωση και καθιστούσε την καλλιέργεια ασύμφορη».

Στο σημείο αυτό, ο γεωπόνος Κωστής Παπαδάκης προσθέτει τα εξής: «Στη συγκεκριμένη καλλιέργεια υπάρχει το φαινόμενο της “παρενιαυτοφορίας”, που σημαίνει ότι το δέντρο της ελιάς δίνει προϊόν κάθε δύο χρόνια. Άρα, ενώ το κόστος είναι κάθε χρόνο σταθερό, δε συμβαίνει το ίδιο και με τα έσοδα. Κάθε χρόνο, δηλαδή, έχει έξοδα χωρίς να δίδει έσοδα. Επιπρόσθετα, από την εκάστοτε παραγωγή αφαιρείται ποσοστό 12% για το ελαιοτριβείο, γεγονός που αυξάνει περαιτέρω το κόστος».

«Εργοστάσιο χωρίς στέγη»

Αμέσως παρακάτω, ο γεωπόνος της πάλαι ποτέ ΑΤΕ χαρακτηρίζει τον κλάδο της γεωργίας ως «εργοστάσιο χωρίς στέγη»… Και επεξηγεί: «Οι καλλιέργειες δηλαδή σε κάθε αντίξοες και δυσμενείς καιρικές συνθήκες και στις καταστροφές από χαλάζι, ανέμους, πλημμύρες, ξηρασία κ.ά., με συνέπεια την καταστροφή της παραγωγής και κανένα έσοδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τρέχουσα καλλιεργητική περίοδος, που λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών (καύσωνας – ξηρασία) η παραγωγή ελαιολάδου έχει υποστεί καταστροφή σε ποσοστό τουλάχιστον κατά 80%. Πρόβλημα, επίσης, σοβαρό που άπτεται της ελαιοκαλλιέργειας είναι η έλλειψη εργατών για τις ανάγκες της καλλιέργειας και ειδικότερα της ελαιοσυλλογής».

Στο σημείο αυτό, ο Κωστής Παπαδάκης υπενθυμίζει ότι η ποσότητα ελαιολάδου που σήμερα πωλείται από 7 έως 12 ευρώ το κιλό στο ράφι διατέθηκε ποσοστό τουλάχιστον 80% στην τιμή από 4,4 έως 4,9 ευρώ το κιλό πέρυσι. Για τη φετινή άνοδο των τιμών, ο Κωστής Παπαδάκης αναφέρει ότι «μέχρι το 2022 υπήρχε αρκετή παραγωγή ελαιολάδου απ’ όλες τις ελαιοπαραγωγικές χώρες, ικανή να καλύψει τις ανάγκες των καταναλωτών. Η Ισπανία με παραγωγή 1.490.000 τόνους και η Ιταλία με 550.000 τόνους ήταν οι κύριοι προμηθευτές και συγχρόνως οι διαχειριστές της αγοράς. Η Ελλάδα παρήγαγε αρκετό ελαιόλαδο, αλλά δεν είχε οργανώσει την εμπορία και οι μεμονωμένοι Έλληνες παραγωγοί υπέκυψαν στην εκμετάλλευση κυρίως των Ιταλών εμπόρων, που αγόραζαν το προϊόν σε τιμές που αυτοί καθόριζαν, κάτω του κόστους παραγωγής».

Καταλήγοντας, ο Κωστής Παπαδάκης, αναφερόμενος στη φετινή χρονιά, λέει ότι το κόστος παραγωγής έχει φτάσει πλέον στα 7 με 8 ευρώ το κιλό και έτσι δε μιλάμε για μεγάλο αλλά για οριακό κέρδος στους παραγωγούς που θα έχουν παραγωγή ελαιολάδου. Ενώ καλεί τους καταναλωτές «όσοι αποφασίσουν να αντικαταστήσουν το ελαιόλαδο με σπορέλαια, καλό είναι να έχουν υπόψη τους ότι το ελαιόλαδο είναι μια υπέροχη τροφή για τον άνθρωπο, γιατί περιέχει βιταμίνη Ε που ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα, βελτιώνει την υγεία των ματιών και του δέρματος. Εμπεριέχει αντιοξειδωτικές ουσίες που επιβραδύνουν την ανάπτυξη του καρκίνου, μειώνουν τον κίνδυνο εμφράγματος, μειώνουν τη χοληστερίνη και έχει υψηλή ενεργειακή αξία και μία κουταλιά δίνει υγεία και μακροζωία».