Πριν από κάποια χρόνια, μελετώντας με συνεργάτες μου στην ΕΜΥ* το φαινόμενο των θερμών κυμάτων στην Ελλάδα της περιόδου 1955-2007, είχαμε ορίσει ως επεισόδιο καύσωνα μία σειρά τουλάχιστον τριών διαδοχικών ημερών με μέγιστη ημερήσια θερμοκρασία μεγαλύτερη ή ίση των 36,5οC.
Γράφει ο Δημήτρης Ζιακόπουλος, μαθηματικός-μετεωρολόγος
Τα βασικά συμπεράσματα που εξήχθησαν από την περίπτωση της Αθήνας (Νέας Φιλαδέλφειας) -και στις περισσότερες των περιπτώσεων ισχύουν για όλη τη χώρα- είναι τα παρακάτω:
(α) Επεισόδια καύσωνα παρατηρούνται ουσιαστικά από το δεύτερο δεκαήμερο του Ιουνίου έως το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου (σχήμα 1). Η εξαιρετικά ακραία περίπτωση του καύσωνα του 3ου δεκαημέρου του Μαΐου είχε σημειωθεί τις τελευταίες δύο ημέρες του Μαΐου 1969 και τις δύο πρώτες ημέρες του Ιουνίου του ίδιου βέβαια χρόνου.
(β) Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά παρατηρήθηκε σαφής αύξηση του αριθμού των επεισοδίων καύσωνα (σχήμα 2). Το γεγονός αυτό υπαινίσσεται αλλαγές στη μεγάλης κλίμακας ατμοσφαιρική κυκλοφορία στην ευρύτερη περιοχή του ανατολικού Ατλαντικού, της Ευρώπης και της βόρειας Αφρικής, οι οποίες φαίνεται να συνδέονται με την κλιματική αλλαγή.
Από συνοπτικής πλευράς, συμπεριλαμβανομένων των θερμοκρασιών στη στάθμη των 850 hPa, το επεισόδιο του καύσωνα αυτών των ημερών μπορεί να συγκριθεί με το επεισόδιο του καύσωνα που παρατηρήθηκε από 30/5 έως 2/6/1969. Σε εκείνον, τον πιο πρώιμο καύσωνα της περιόδου 1955 – 2007 είχαν παρατηρηθεί οι παρακάτω μέγιστες θερμοκρασίες: Λάρισα 40,0 βαθμοί (30-5-1969), Τατόι 39,0 βαθμοί (31-5-1969), Αγρίνιο και Ελευσίνα 38,6 βαθμοί (31-5-1969), Ν. Φιλαδέλφεια 37,3 βαθμοί (31-5-1969), Καλαμάτα 37,0 βαθμοί (30-5-1968), Σέδες (Θεσσαλονίκη) 36,2 βαθμοί ( 31-5-1969), Φλώρινα 33,8 βαθμοί (30-5-1969) κ.λπ.
Από πλευράς έντασης και διάρκειας των δύο επεισοδίων, η έλλειψη των πραγματικών παρατηρήσεων της ανώτερης ατμόσφαιρας, η ανομοιογένεια των επιφανειακών παρατηρήσεων, το γεγονός ότι ο παρών καύσωνας δεν έχει ακόμη τελειώσει και άλλοι παράγοντες δεν μας επιτρέπουν να κάνουμε συγκρίσεις με αυστηρή επιστημονική βάση. Μπορούμε να εικάσουμε βέβαια ότι σε τοπικό επίπεδο υπάρχουν διαφορές στην ένταση και τη διάρκεια των δύο φαινομένων. Όμως δεν είναι αυτό το μείζον θέμα.
Το μείζον θέμα είναι ότι για πρώτη φορά στη μετεωρολογική ιστορία του τόπου μας ένα επεισόδιο καύσωνα καλοκαιρινών προδιαγραφών συμβαίνει σχεδόν δύο εβδομάδες νωρίτερα από το εξαιρετικά σπάνιο για την πρωιμότητά του παρόμοιο επεισόδιο του 1969. Υπόψη ότι η μέση μέγιστη θερμοκρασία του 2ου δεκαημέρου του Μαΐου είναι κατά πολύ μικρότερη από τη μέση μέγιστη θερμοκρασία του 3ου δεκαημέρου του Μαΐου, του 1ου δεκαημέρου του Ιουνίου και του 2ου δεκαημέρου του Ιουνίου. Για την Αθήνα τα αντίστοιχα νούμερα είναι 25,8, 28,0, 28,9 και 30,9 βαθμοί.
Η κλιματική αλλαγή είναι παρούσα και σχετίζεται άμεσα με την αύξηση του ανθρωπογενούς διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα (σχήμα 3). Η επίδρασή της στην αύξηση της συχνότητας εμφάνισης επεισοδίων καύσωνα είναι αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα σχεδόν στο σύνολό της. Η παρατηρούμενη αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη οδηγεί στη νέα κλιματική κανονικότητα, η οποία προβλέπει συχνότερους και μεγαλύτερης έντασης καύσωνες (σχήμα 4).
Ο κλιματολόγος Ντιμ Κούμου που εργάζεται στο Ινστιτούτο για τις Κλιματικές Επιπτώσεις του Πότσνταμ της Γερμανίας ξεκαθαρίζει: «Η υπερθέρμανση του πλανήτη γενικά μπορεί να μην αποδειχθεί ότι προκαλεί μεμονωμένα ακραία γεγονότα, αλλά στο σύνολο τους τα φαινόμενα συνδέονται σαφώς με την αλλαγή του κλίματος» και συνεχίζει: «Η υψηλή συχνότητα εμφάνισης των ακραίων καιρικών συνθηκών που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια δεν είναι πλέον φυσιολογική. Είναι σαν ένα παιχνίδι με ζάρια: ένα έξι μπορεί να εμφανίζεται κάθε λίγο και λιγάκι, και ποτέ δεν ξέρεις πότε θα συμβεί. Αλλά τώρα φαίνεται να συμβαίνει πιο συχνά, γιατί έχουν πειραχτεί τα ζάρια».
- Ζιακόπουλος Δ., Βλάσση Α., Μεθενίτη Κ., 2008: Εμφάνιση θερμών κυμάτων στην Ελλάδα κατά τη θερινή περίοδο και διαβάθμιση του κινδύνου που προέρχεται από τις υψηλές θερμοκρασίες. Πρακτικά 9ου Πανελλήνιου Επιστημονικού Συνεδρίου Μετεωρολογίας, Κλιματολογίας και Φυσικής της Ατμόσφαιρας, Θεσσαλονίκη.