Η διαρκώς μειούμενη εγχώρια παραγωγή δεν επαρκεί για να καλυφθούν οι ανάγκες – «Όταν είχαμε πλεόνασμα μάς τιμωρούσαν», φωνάζουν οι κτηνοτρόφοι
«Οι λίμνες γάλακτος και τα βουνά βουτύρου της Ευρώπης» ήταν η αιτιολογία της τότε ΕΟΚ για να επιβάλει τις περίφημες «ποσοστώσεις γάλακτος», που για τη χώρα μας λειτούργησαν καταστροφικά, φτάνοντας στη σημερινή κατάσταση, να χρειάζεται η Ελλάδα αθρόες εισαγωγές γάλακτος για να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις στην εγχώρια αγορά, που έχουν αρχίσει ήδη να προκαλούν μεγάλη αναστάτωση και σοβαρά προβλήματα σε όλη την αλυσίδα.
Όταν από το 1984 μέχρι και το 2015, που ίσχυαν οι ποσοστώσεις ακόμη, παρά τις ανάγκες του λαού μας στην αύξηση της παραγωγής τροφίμων, η Ελλάδα πλήρωνε πρόστιμο κάθε φορά που ξεπερνούσε το «ανώτατο όριο», κάποιος έπρεπε να περιμένει πως θα φτάναμε σε περιόδους «ισχνών αγελάδων» και «πεινασμένων αιγοπροβάτων», κάτι το οποίο καταγγέλλουν σήμερα οι φορείς των κτηνοτρόφων!
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι διαφορές των ετών 2020-2021 είναι σημαντικές. Βέβαια, στο μεταξύ, ανεβαίνει η τιμή παραγωγού στην Ελλάδα, αλλά δεν είναι στα επίπεδα εκείνα ώστε να καλύπτεται το τεράστιο κόστος παραγωγής.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι πάνω από 3.000 τόνους περισσότερο από το 2020 εισαγόμενο αγελαδινό γάλα μπήκε στη χώρα μας το 2021. Συγκεκριμένα, ενώ το 2020 εισήχθησαν 24.683 τόνοι αγελαδινού γάλακτος, το 2021 αυτοί έγιναν 28.808 τόνοι.
Αρκετά μεγάλη αύξηση καταγράφηκε, βάσει των επίσημων στοιχείων του ΕΛΓΟ, και στις εισαγωγές πρόβειου γάλακτος το 2021, σε σύγκριση με το 2020. Συγκεκριμένα, το 2021 δηλώθηκαν ότι εισήχθησαν στην Ελλάδα 1.284 τόνοι πρόβειου γάλακτος, αντί 751 τόνων το 2020. Αντίθετα, μείωση εμφάνισαν οι εισαγωγές σε πρόβειο μπασκί και κρέμα γάλακτος.
Σε ό,τι αφορά το γίδινο γάλα, οι δηλωμένες εισαγωγές σε συμπυκνωμένο γίδινο και μπασκί γίδινο ήταν μηδενικές το 2020, ενώ το 2021 ανήλθαν σε 651 και 5,1 τόνους αντίστοιχα. Έκρηξη στις εισαγωγές σημειώθηκε στη γίδινη κρέμα γάλακτος, καθώς, από τους 630 τόνους του 2020, φθάσαμε στους 3.367 τόνους το 2021!
Παράλληλα η εγχώρια παραγωγή βαίνει διαρκώς μειούμενη. Έτσι, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει ο Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ) στη διάθεσή του από τον ΕΛΓΟ, τον Ιανουάριο του 2022 η μείωση σε αγελαδινό, αλλά και αιγοπρόβειο γάλα ξεπερνά το 5%, εν συγκρίσει με ένα έτος πριν. Αποτέλεσμα τούτων είναι να «τσιμπήσουν» οι τιμές.
«Ποτέ δε μας άκουσαν»
Ο αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας Ανδρέας Στρατάκης, μιλώντας την Δευτέρα 30 Μαΐου, στην «ΝΚ», ήταν ιδιαίτερα καυστικός για την κατάσταση αυτή: «Από τη στιγμή που το κόστος σήμερα στις ζωοτροφές αλλά και σε όλο αυτό που λέγεται “κόστος παραγωγής” είναι δυσβάσταχτο, το ζωικό κεφάλαιο αναπόφευκτα μειώνεται. Και υπάρχουν ακόμα και περιπτώσεις στις οποίες οι αιγοπροβατοτρόφοι δεν κρατάνε ούτε τα αρνιά που είχαν κρατήσει για την αναπαραγωγή των κοπαδιών τους. Ε, αυτό θα έχει επιπτώσεις, όχι μόνο στο γάλα, αλλά θα έχει και στο κρέας… Και γενικά η κατάσταση θα γίνει πολύ δυσκολότερη το επόμενο χρονικό διάστημα».
Τι θα γίνει όμως με τα τυριά ΠΟΠ; Ως γνωστόν, αυτά τα τυριά, όπως είναι η φέτα, η γραβιέρα κ.λπ., βάσει κανονισμών πρέπει να παρασκευάζονται μόνο από το ντόπιο γάλα της κάθε περιοχής. Ο Ανδρέας Στρατάκης καταλήγει λέγοντας στην εφημερίδα μας ότι αυτά τα προβλήματα θα τα βρούμε μπροστά μας, ενώ είναι βέβαιο ότι η Ελλάδα θα χάσει και μεγάλες αγορές του εξωτερικού, όταν δε θα έχει τις ποσότητες εκείνες που απαιτούνται για να καλύψει τις ανάγκες τους.
Η κατάργηση των ποσοστώσεων γάλακτος
Την Πρωταπριλιά του 2015 έλαβε τέλος το καθεστώς της ποσόστωσης γάλακτος στην παραγωγή γάλακτος για τους κτηνοτρόφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως ανακοινώθηκε τότε, πλέον οι Ευρωπαίοι παραγωγοί έχουν τη δυνατότητα να παράγουν την ποσότητα που θέλουν, χωρίς να περιορίζονται από ευρωπαϊκό πλαφόν. Μάλιστα, σύμφωνα με τις Βρυξέλλες, το νέο καθεστώς αναμένεται να δώσει μεγάλες ευκαιρίες σε κράτη-μέλη που έχουν δυνατότητες ανάπτυξης στην κτηνοτροφία.
Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το καθεστώς των ποσοστώσεων τέθηκε σε ισχύ το 1984, όταν η ευρωπαϊκή παραγωγή γάλακτος ξεπερνούσε κατά πολύ τη ζήτηση, και είχε ως στόχο να προστατεύσει τον κλάδο από τα δομικά πλεονάσματα που προέκυπταν.
Αξιοσημείωτο είναι πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιμένει πως, «ακόμα και με το σύστημα της ποσόστωσης, οι ευρωπαϊκές εξαγωγές γαλακτοκομικών αυξήθηκαν κατά 45% σε όγκο και κατά 95% σε αξία μόνο την τελευταία 5ετία» (αναφορικά με την πενταετία 2010-2015).
Η Κομισιόν εκτιμά, μάλιστα, πως «οι προοπτικές για περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου παραμένουν ισχυρές», ειδικά για προϊόντα όπως τα τυριά και συστατικά που χρησιμοποιούνται σε είδη υγιεινής διατροφής.