Θα σας έχει τύχει συζητώντας με κάποιον να αντιλαμβάνεστε πως δεν έχει ακούσει τίποτα απ’ όσα λέτε. Πως περιμένει απλώς να βάλετε την τελεία σας για να αρχίσει να λέει τα δικά του ή ακόμα χειρότερα, να σας διακόπτει για να πει τη δική του ιστορία.
Δυσκολευόμαστε να επικοινωνήσουμε με επιτυχία, ακόμα και με πολύ δικούς μας ανθρώπους, επειδή, όπως είπε ο Ευριπίδης, η «φλυαρία αγγίζει την ηδονή». Θέλουμε να διηγηθούμε αυτό που μας συνέβη, να εκφράσουμε τη γνώμη ή τους φόβους μας, να κομπάσουμε για κάποια επιτυχία μας, και ως ένα βαθμό είναι απολύτως φυσιολογικό. Γίνεται προβληματικό όταν θέλουμε να μιλάμε μόνο εμείς χωρίς ν’ ακούμε τον συνομιλητή μας και όταν μιλάμε μόνο για ζητήματα που δεν έχουν καμία αξία για κανέναν. Η επικοινωνία απαιτεί την εναλλαγή των ρόλων του πομπού και του δέκτη και διάκριση. Δεν λέγονται όλα τα πράγματα όλες τις ώρες, ακόμα και αν νιώθουμε πως ό, τι έχουμε να πούμε είναι πολύ σημαντικό.
«Το στεφάνι της σιωπής είναι στολίδι καλού ανθρώπου. Η φλυαρία όμως που αγγίζει την ηδονή, κακή παρέα είναι και ασθένεια για την πόλη» (Ευριπίδου Αντιόπη)
Λόγια με μέτρο
Σήμερα λέμε «τα πολλά λόγια είναι φτώχια», αλλά στην αρχαία Αθήνα και στις υπόλοιπες ιωνικές πόλεις, τα λόγια ήταν ο πλούτος που οδήγησε στη δημοκρατία και στον πολιτισμό. Οι ομιλίες και οι αντιπαραθέσεις στην Αγορά, στην Εκκλησία του Δήμου και στα Δικαστήρια είναι ο θησαυρός της σκέψης που μας τρέφει έως σήμερα. Ακόμα όμως και οι Ίωνες, που αγαπούσαν τόσο τις φιλοσοφικές αναλύσεις και τις συζητήσεις στην Αγορά, δεν άντεχαν τον φλύαρο που δεν έχει να πει κάτι ωφέλιμο.
Να μερικές γνώμες:
Ο Απολλώνιος Τυανεύς παρατηρεί πως
«Οι πιο σημαντικοί άνθρωποι είναι βραχυλογώτατοι»
Ο Δημόκριτος ταυτίζει τη φλυαρία με ένα άλλο βλαβερό ελάττωμα:
«Να μιλάς συνέχεια και να μην θέλεις να ακούσεις τίποτα είναι πλεονεξία»
Εξ άλλου η ίδια η φύση μας δείχνει τον δρόμο, αφού μας έδωσε δύο αυτιά για ν’ ακούμε και μία μόνο γλώσσα για να μιλάμε, όπως έλεγε ο Ζήνων ο Κιτιεύς. Αυτός είπε και τη φράση που λέμε και σήμερα:
«Αν συζητάς χωρίς να έχεις μουσκέψει τη γλώσσα στο μυαλό σου, ακόμα περισσότερα λάθη θα κάνεις μιλώντας».
Ο Κλεάνθης ο Στωικός συνήθιζε να παραμένει σιωπηλός και κάποιος ζήτησε να μάθει τον λόγο που δεν μιλά, αφού είναι ευχάριστο να συζητά κανείς με τους φίλους του. Κι εκείνος απάντησε
«Ευχάριστο είναι, αλλά όσο πιο ευχάριστο είναι τόσο περισσότερο οφείλουμε να το παραχωρούμε στους φίλους μας».
Οι πιο σιωπηλοί
Άλλοι απεχθάνονταν την πολυλογία ακόμα περισσότερο. Κάποιοι φιλόσοφοι επειδή θεωρούσαν πως τα λόγια εμποδίζουν την σκέψη και άρα την αναζήτηση της αλήθειας, και οι Δωριείς επειδή ήταν από τη φύση τους λιγομίλητοι. Από τους Δωριείς της Λακωνίας ονομάζουμε μέχρι σήμερα λακωνικότητα την ικανότητα να εκφράζεται κάποιος συνοπτικά.
Ο Διογένης ο κυνικός θεωρούσε την πολυλογία μεγάλο μειονέκτημα για έναν φιλόσοφο. Έτσι, όταν κάποιος από τους λεγόμενους «εριστικούς» κόμπαζε πως είναι φιλόσοφος, ο Διογένης του είπε:
«Λες πως φιλοσοφείς, βρε κακομοίρη, ενώ λυμαίνεσαι αυτό που είναι το βέλτιστο στη ζωή του φιλοσόφου», εννοώντας τη σιωπή.
Ο Πυθαγόρας εξέταζε με προσοχή κάθε υποψήφιο μαθητή του και απέρριπτε χωρίς δεύτερη συζήτηση κάποιον που είχε τη φήμη του πολυλογά. Αλλά κι εκείνοι που περνούσαν αυτό το προκαταρτικό στάδιο υφίσταντο διάφορες δοκιμασίες, η πιο δύσκολη από τις οποίες ήταν η «εχεμυθία», η πενταετής σιωπή! Με αυτή τη μέθοδο ο Πυθαγόρας ενίσχυε την ικανότητα αυτοελέγχου των μαθητών του, γιατί γνώριζε πως τίποτα δεν συγκρατείται δυσκολότερα από τη γλώσσα.
Για τους Σπαρτιάτες και τους Κρήτες, ο Πλάτων ισχυριζόταν πως ήταν οι πιο σοφοί από τους Έλληνες, επειδή έλεγαν πολλά με λίγα λόγια.
Και για να καταλάβετε ότι λέω αλήθεια πως οι Σπαρτιάτες έχουν μορφωθεί άριστα στη φιλοσοφία και τη ρητορική, σας λέω αυτό: αν κάποιος συζητήσει με τον τελευταίο από τους Σπαρτιάτες, θα του φανεί πως στα περισσότερα ζητήματα αυτός είναι ανίδεος. Έπειτα όμως, σ’ κάποιο σημείο της συζήτησης, θα ρίξει μία αξιόλογη φράση, σύντομη και γεμάτη δύναμη, σαν δεινός ακοντιστής, ώστε ο συνομιλητής του να μην φαίνεται κοντά του καλύτερος από μωρό παιδί.
Χαρακτηριστική για τη βραχυλογία των Σπαρτιατών είναι και η παρακάτω ιστορία:
Μία πολύ φτωχή πόλη απέστειλε κάποτε πρέσβεις στη Σπάρτη για να ζητήσουν σιτάρι. Ένας από αυτούς, εξηγώντας την αποστολή του φλυαρούσε ασταμάτητα. Όταν επιτέλους τελείωσε, οι Σπαρτιάτες του είπαν:
-Το τέλος του λόγου σου ήταν ακατανόητο κι εν τω μεταξύ ξεχάσαμε τι έλεγες στην αρχή.
Γύρισαν με άδεια χέρια πίσω στην πόλη τους οι πρέσβεις και διηγήθηκαν τι τους συνέβη. Ο επόμενος πρέσβης εμφανίστηκε απλώς στη συνέλευση των Σπαρτιατών κρατώντας αδειανούς σάκους και είπε απλώς «Οι σάκοι είναι αδειανοί, γεμίστε τους!»
Οι Σπαρτιάτες, αφού γέμισαν τους σάκους, είπαν στον πρέσβη:
-Δεν υπήρχε λόγος να πεις πως οι σάκοι ήταν αδειανοί, το είδαμε. Ούτε χρειαζόταν να μας πεις να τα γεμίσουμε, ήταν προφανές πως αυτό ζητούσατε. Φροντίστε να μιλάτε λιγότερο.
Μπορεί σε κάποιους ο Πυθαγόρας και οι Λάκωνες να φαίνονται υπερβολικά αυστηροί. Μπορεί ακόμα να θεωρούμε σήμερα πως μιλώντας πολύ, απλώς εκφράζουμε πιο αναλυτικά τη σκέψη μας και επικοινωνούμε καλύτερα. Πάντως εμείς θα σας αφήσουμε με την εξομολόγηση του ποιητή Σιμωνίδη από την Κέα:
«Ποτέ δεν μετάνιωσα επειδή έμεινα σιωπηλός, ενώ πολλές φορές μετάνιωσα που μίλησα»
Πηγή: GRethexis