Ψαρολιές- Σταφιδολιές ή Αλατσολιές της Κρήτης

Ψαρολιές- Σταφιδολιές ή Αλατσολιές της Κρήτης

Πράγματι, αν γνώριζες τις ψαρολιές, μπορούσες να τις κόψεις κατ ευθείαν πάνω από το δένδρο και να την φας!
Μπορώ να πω, πως πολλά παιδιά κάποτε που τα είχαν οι γονείς τους κοντά τους στο λιομάζωμα, αν τύχαινε και πεινούσαν πολύ, έκοβαν τις σταφιδολιές από το δένδρο και έτρωγαν καμιά φούχτα, για να φύγει η πολύ πείνα!


Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που λατρεύουν τις ψαρολιές, και όπου τις βρίσκουν τις μαζεύουν , έστω και λίγες, για να θυμηθούνε τις παλιές καλές εποχές, και ακόμα και να τις πουλήσουν σε καλή τιμή, αν βρουν κάμποσες.
Παλιά συνέλεγαν τις ψαρολιές ή σταφιδολιές, από χάμω σαν έπεφταν ή ακόμα και από πάνω από το δένδρο.

Όσες σταφιδολιές μάζευαν, τις έριχναν προσεχτικά σε ένα καλάθι, και τις πήγαιναν στο σπίτι.
Τις έριχναν σε μια πήλινη κουρούπα, ή μικρό πιθαράκι, βάζοντας ένα στρώμα ελιές και ένα αλάτι, και αργότερα τις ξέπλεναν, τις ξανάριχναν στο πιθαράκι, αφού έριχναν αλμύρα μέχρι να τις σκεπάζει.
Μπορούσαν πλέον στην αλμύρα αυτή, να προσθέσουν και μαύρες ελιές, ακόμα και πράσινες.
Περίπου σε 4 με 5 μήνες, είχαν γλυκάνει και οι μαύρες ελιές, αλλά και οι πράσινες, που πλέον αυτές λέγονται «αλατσολιές».
Φυσικά στα μοντέρνα χρόνια μας, οι νεώτεροι, κάνουν κάτι πιο απλό. Αν βρουν κάποιες ψαρολιές, πλένουν, και στη συνέχεια τις τοποθετούν στα ειδικά σακουλάκια σελοφάν, και στη συνέχεια τις διατηρούν στη κατάψυξη! Για ένα χρόνο τουλάχιστον, μπορούν να τις βγάζουν λίγες – λίγες, και φυσικά όταν ξεπαγώσουν, είναι όπως και οι φρέσκες!

Ο λαός της Κρήτης, τις ονόμασε «ψαρές» τις σταφιδολιές, γιατί ξεχωρίζουν είτε επάνω στην ελιά, είτε στο έδαφος, από το αχνό γκριζόσπρο χρώμα τους, που στη κρητική διάλεκτο λέγεται και «ψαρί χρώμα», όπως κάθε απόχρωση του άσπρου που τείνει που τείνει προς το γκρίζο..


Στις μικρές αδυναμίες του Κρητικού, είναι και η ψαρή ελιά, ειδικά όταν τη συνδυάσει τέλεια με εφτάζυμο ψωμί, που μόλις έβγαλε από το φούρνο, η με παξιμάδι, και φυσικά με αθοτύρι, η κεφαλοτύρι εκείνο του παλιού καιρού που ωρίμαζε με φυσικό τρόπο στα τυροκέλια πάνω στο βουνό.

Τα τελευταία χρόνια ο κόσμος εστράφη στις αλατσολιές, λόγω έλλειψης σταφιδολιάς, εν τούτοις, οι παλαιότεροι έβρισκαν κάθε χρόνο σταφιδολιές, και γέμιζαν το πιθαράκι τους, κι άν δεν γέμιζε, τότε συμπλήρωναν με κανονικές ελιές.
Φυσικά στο πιθαράκι οι ελιές, κολυμπούσαν στην άλμη, και για να διατηρούν τη φρεσκάδα τους, για να είναι σφιχτές, και για να έχουν ωραία γεύση και άρωμα, έβαζαν στο πιθάρι και μικρά κλαράκια από σκίνο. Ο σκίνος σαν αντισηπτικό φυτό, διατηρούσε την ελιά για πάνω από ένα χρόνο, μάλιστα βοηθούσε να «σφίξει» περισσότερο, δηλαδή να σκληρύνει.
Γενιές και γενιές ανέθρεψε η σταφιδολιά, και στο σπίτι είχε πάντα την τιμητική της, κυρίως στις νηστείες, και στο χωράφι δεν εξέλειπε απ’ τη βούργια όπως και το μπουκαλάκι με το κρασί.


Και μόνο με την ελιά, έδειχνε το φιλότιμό του ο Κρητικός στον φιλοξενούμενο επισκέπτη, και αυτό το έβλεπες στα μάτια του όταν σου έφερνε το ποτήρι το κρασί να σε τρατάρει, και στη φούχτα του έφερνε δυο ελιές να «σκεπάσει» το κρασάκι!

Η παλιά πεθερά που θα έκανε μια περαντζάδα από τις νύφες της, και δυο ελιές στο πιατάκι που μπορεί να ήταν το μόνο βρισκούμενο, θα το εκτιμούσε ιδιαίτερα, ειδικά αν αυτό συνδυαζόταν με ένα διάπλατο χαμόγελο και καλή υποδοχή της νύφης!

Κείμενο : Γεωργιος Χουστουλακης