Όπως όλα τα καρποφόρα δένδρα έτσι και η ελιά αντιδρά θετικά στο κλάδεμα. Το κλάδεμα είναι αναγκαίο για να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ της βλάστησης και της παραγωγής του δένδρου.
Επιπλέον αποτελεί σπουδαία καλλιεργητική φροντίδα που πετυχαίνει μόνο αν βασιστεί στη γνώση της φυσιολογίας του ελαιοδένδρου. Με το κλάδεμα αποσκοπούμε:
1. στη δημιουργία ισχυρού κορμού και σκελετού κόμης, για να μπορέσει το δένδρο να αντέξει σε μεγάλο φορτίο και ισχυρούς ανέμους
2. στην απολαβή ικανοποιητικών, ποσοτικά και ποιοτικά, σοδειών με την προτροπή παραγωγής νέου καρποφόρου ξύλου
3. στη συγκέντρωση της καρποφορίας σε κλάδους που εκτίθενται στο άπλετο φως, για καλύτερη και ομοιόμορφη ωρίμανση των καρπών.
4. στη διευκόλυνση της συγκομιδής και εφαρμογής των προγραμμάτων φυτοπροστασίας
5. στη μείωση της τάσης του δένδρου για παρενιαυτοφορία
6. στην παράταση της παραγωγικής ζωής του ελαιώνα
Το κλάδεμα είναι λειτουργία που γίνεται στα δένδρα για να αλλάξουν το φυσικό σχήμα της ανάπτυξης, δυναμώνοντας ή αλλάζοντας την πορεία ανάπτυξης των κλαδιών για να δημιουργήσουν ένα οριστικό σχήμα και να τα κάνουν να αποκτήσουν το μέγιστο της παραγωγικότητας.
Υπάρχουν τέσσερα είδη κλαδέματος:
(α) το κλάδεμα μορφώσεως
(β) το κλάδεμα καρποφορίας
(γ) το κλάδεμα ανανεώσεως
(δ) το κλάδεμα αναγεννήσεως
Κλάδεμα μορφώσεως
Τα νεαρά ελαιοδενδρύλλια συνήθως φυτεύονται χωρίς να κλαδευτούν. Κατά την πρώτη βλαστική περίοδο αφήνονται τρεις πλάγιοι βλαστοί, σε ύψος 30-60 εκ. από το έδαφος, καλά κατανεμημένοι γύρω από τον κορμό τους. Οι υπόλοιποι βλαστοί και κυρίως οι παραφυάδες αφαιρούνται.
Κατά τη δεύτερη, τρίτη και τέταρτη βλαστική περίοδο αφαιρούνται μόνον οι παραφυάδες και οι λαίμαργοι, που εκπτύσσονται από τη βάση του κορμού του δένδρου και οι βλαστοί ή κλάδοι που βρίσκονται σε μη κατάλληλες θέσεις. Το κλάδεμα πρέπει να είναι ελαφρό, γιατί το αυστηρό κλάδεμα καθυστερεί την είσοδο των δένδρων σε καρποφορία.
Κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής των ελαιοδένδρων ή δεν πρέπει να αφαιρείται καθόλου βλάστηση από το κορυφαίο τμήμα της κόμης τους ή αν και αφαιρείται να είναι ελάχιστη.
Όπως και στην περίπτωση των άλλων δένδρων το σχήμα διαμόρφωσης, εξαρτάται από το αποτέλεσμα που θέλουμε να πάρουμε και το οποίο βασίζεται σε αυστηρούς οικονομικούς κανόνες και στην προσεκτική αξιολόγηση της επίδρασης κάθε παρέμβασης που γίνεται στην τελική και ποσοτική παραγωγή. Για τη χώρα μας επικρατέστερα σχήματα είναι το ανοιχτό κύπελλο, το πολυκωνικό, το κυλινδρικό και το σφαιρικό.
Οι διαμορφώσεις των δένδρων ανάλογα με τη μέθοδο συλλογής που θα εφαρμοσθεί μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες:
– εκείνες που γίνονται σε δένδρα που είναι κατάλληλα για συγκομιδή με το χέρι
– εκείνες για μηχανική συγκομιδή με δονητές κορμού και βραχιόνων
– εκείνες που είναι κατάλληλες για μηχανές συλλογής πάνω από τις σειρές φύτευσης
Μεταξύ των διαφόρων σχημάτων αυτό του μονόκορμου ελεύθερου θάμνου με χαμηλά τις διακλαδώσεις φαίνεται να είναι το απλούστερο και καταλληλότερο επειδή δεν απαιτεί ιδιαίτερες γνώσεις κλαδέματος και επεκράτησε στις νέες φυτείες στη χώρα μας.
Σχήματα κατάλληλα για μηχανική συγκομιδή με δονητές είναι:
– ανοιχτού κέντρου (κυπελλοειδή)
– με κατακόρυφη ανάπτυξη (μονοκωνικά)
Και στις δυο περιπτώσεις απόσταση 1 μέτρο από τη βάση του δένδρου στον κεντρικό κορμό, αφήνεται ελεύθερη ώστε να είναι δυνατή η προσαρμογή της δονητικής κεφαλής του μηχανήματος.
Κλάδεμα καρποφορίας
Η ελιά καρποφορεί πλάγια σε ξύλο της προηγούμενης βλαστικής περιόδου, ειδικά σε κλαδιά που φτάνουν τα 20-50εκ. Επομένως η καρποφόρα επιφάνεια βρίσκεται σε μια ημισφαιρική ζώνη, που περιβάλλει την περιφέρεια του δένδρου σε βάθος 60-90 εκ. Λίγοι καρποί παράγονται πιο εσωτερικά από τη ζώνη αυτή, κοντά στους βραχίονες ή στον κορμό του δένδρου.
Τα πιο μεγάλα κλαδιά έχουν αυξητικό χαρακτήρα και στερούνται ανθοφορίας. Τα μικρά κλαδιά, συχνά φανερώνουν την ελλιπή ανάπτυξη του δένδρου και κατά συνέπεια παράγουν μικρό αριθμό ανθέων, ειδικά αν αναπτυχθούν στη διάρκεια μιας καλής παραγωγικής χρονιάς. Για μια ικανοποιητική παραγωγή το κλάδεμα πρέπει να είναι τέτοιο, που να εξασφαλίζει τη συνεχή παραγωγή νέας καρποφόρας βλάστησης και να διατηρεί την καρποφόρα βλαστική ζώνη ζωηρή και πλούσια σε φύλλωμα. Αυτό όμως είναι αδύνατο, αν τα δένδρα είναι πυκνοφυτεμένα, γιατί η υπερβολική σκίαση περιορίζει την καρποφόρα επιφάνεια κυρίως προς την κορυφή της κόμης του δένδρου. Σε μια τέτοια περίπτωση η παραγωγή είναι μειωμένη. Αν όμως αποκόψουμε την κορυφή της κόμης του δένδρου για να διευκολύνουμε την είσοδο του ηλιακού φωτός προς το κέντρο και τα άλλα τμήματα του δένδρου, το πρόβλημα δεν λύνεται, γιατί η επέμβαση αυτή απλά μετατοπίζει την καρποφόρα βλάστηση ενός τμήματος της κόμης σε κάποιο άλλο.
Το πιο παραγωγικό τμήμα του ελαιοδένδρου είναι η επιφάνεια της κόμης προς την κορυφή του, μετά έρχεται η εξωτερική πλευρική επιφάνεια και ακολουθεί η εσωτερική πλευρική επιφάνεια. Πιο συγκεκριμένα από κάποιους ερευνητές (Ortega-Nieto) αναφέρεται ότι 100 ελαιόκαρποι από κάθε μια περίπτωση ζυγίζουν 328, 270, 245 γραμμάρια αντίστοιχα, ενώ η αντίστοιχη περιεκτικότητά τους σε λάδι είναι 26%, 24% και 22%. (βλέπε σχήμα 1)
Σχήμα 1: Βάρος 100 καρπών από διάφορα μέρη της κόμης του ελαιοδένδρου και η ελαιοπεριεκτικότητα τους
Τα ενήλικα παραγωγικά δένδρα πρέπει να κλαδεύονται κάθε χρόνο μέτρια, γιατί:
(α) το κλάδεμα ευνοεί την παραγωγή νέας καρποφορίας βλαστήσεως
(β) με το κλάδεμα αφαιρείται όλη η ξερή βλάστηση, που είναι αποτέλεσμα της σκιάσεως και η οποία δυσκολεύει τη συγκομιδή και την καταπολέμηση των παρασίτων της ελιάς και
(γ) με το κλάδεμα περιορίζονται οι διαστάσεις της κόμης των δένδρων και αυξάνεται ο φωτισμός αυτής, που κρίνεται απαραίτητος για μια ικανοποιητική παραγωγή
Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του δένδρου και κατά την αρχή της καρποφορίας, πρέπει να υπάρχει καλός φωτισμός και η αυξητική δραστηριότητα υπερισχύει της παραγωγής. Σε αυτή την φάση το κλάδεμα θα πρέπει να είναι ελαφρύ και διακριτικό. Στη φάση της πλήρους καρποφορίας το φυτό τείνει να μειώνει τη βλαστική του δραστηριότητα και να ευνοεί την καρποφορία. Οπότε θα πρέπει να είναι πιο αυστηρό στα μεγαλύτερα και εξασθενημένα δένδρα με σκοπό τη δημιουργία νέων κλάδων.
Επειδή όμως το κόστος συλλογής των καρπών είναι αρκετά υψηλό, τα δένδρα πρέπει να διατηρούνται σε σχετικά χαμηλό ύψος, γιατί έτσι διευκολύνεται η συλλογή. Ένα ελαφρύ κλάδεμα μπορεί να διατηρήσει την καρποφόρα επιφάνεια της κορυφής της κόμης των δένδρων σε ύψος 4,5-5,5 μέτρα από το έδαφος. Αυτό πρέπει να αποσκοπεί στην αφαίρεση ή σύντμηση της ορθόκλαδης βλάστησης στο κέντρο της κόμης του δένδρου, η οποία θεωρείται υπεύθυνη για την αύξηση του ύψους της επάκριας καρποφόρας επιφάνειας της κόμης των δένδρων.
Κατά το κλάδεμα των ποδιών του ελαιοδένδρου αφαιρείται η βλάστηση που βρίσκεται στο κάτω μέρος αυτών, η οποία έχει επανειλημμένα καρποφορήσει και αρχίζει να ξεραίνεται, λόγω σκίασης από την υπερκείμενη βλάστηση.
Πρέπει να έχουμε υπόψη μας, ότι το κλάδεμα δεν αυξάνει την παραγωγή σε ελαιώνες που είναι πολύ πυκνοφυτεμένοι. Σε τέτοιες περιπτώσεις ενδείκνυται, η εκρίζωση μερικών δένδρων για να αυξηθεί ο φωτισμός και κατά συνέπεια και η παραγωγή των ελαιώνων.
Αυστηρό κλάδεμα ενδείκνυται κατ’ αραιά χρονικά διαστήματα μόνο στις ποικιλίες εκείνες που αποκτούν μεγάλο μέγεθος, όπου η συλλογή των καρπών είναι δύσκολη.
Ορθολογικό κλάδεμα και λαίμαργοι βλαστοί
– λαίμαργοι στα σημεία καμπής είναι πολύτιμοι για αντικατάσταση των εξαντλημένων κλώνων (ποδιές)
– λαίμαργοι στη βάση διακλαδώσεων αποδεικνύουν πρόβλημα στην κυκλοφορία των χυμών και ανάγκη για αναγκαστικό κλάδεμα
– πολλοί λαίμαργοι στη βάση του κορμού, υποδηλώνουν ελαττωματική κυκλοφορία των χυμών, (ζημιά στον κορμό) και ανάγκη για πολύ αυστηρό κλάδεμα και αντικατάσταση
Γενικά με το κλάδεμα καρποφορίας θα πρέπει να εξασφαλίζονται και να λαμβάνονται υπόψη τα παρακάτω:
– άριστη χρήση του φωτός
– ισόρροπη ανάπτυξη των κυρίων βραχιόνων του σκελετού
– αποφυγή αυστηρού κλαδέματος (μείωση σχέσης φύλλα/ ξύλο)
– ισορροπία μεταξύ βλάστησης και καρποφορίας
– επιμήκυνση στην περίοδο καρποφορίας
– να προστατεύεται το δένδρο από το γηρασμό και να εξασφαλίζεται η ζωηρότητά του
– να είναι οικονομικό
– να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη ότι το νερό είναι ο κυριότερος παράγοντας που περιορίζει την παραγωγικότητα στις ξηρικές καλλιέργειες
Κλάδεμα ανανεώσεως
Οι ελαιώνες, που είναι παραμελημένοι και έχουν δεχτεί πολύ ελαφρό ή και καθόλου κλάδεμα για αρκετά χρόνια, χρειάζονται κλάδεμα ανανεώσεως. Η ανάγκη για ανανέωση της κόμης είναι πολλές φορές πιεστική και τα συμπτώματα στις σοβαρές περιπτώσεις είναι μερική ξήρανση της κόμης, ελαττωμένη καρποφορία, καχεξία κλάδων, περιορισμένο φύλλωμα κλπ. Σε τέτοιες περιπτώσεις έχει διαταραχθεί σοβαρά το ισοζύγιο και η σχέση μεταξύ ριζικού συστήματος, φύλλων και ξύλου. Επιβάλλεται μερική ή πλήρης ανανέωση της κόμης ανάλογα με την υγιεινή κατάσταση του δένδρου.
Σε τέτοιες περιπτώσεις αφαιρούνται οι ξεροί ή διασταυρούμενοι κλάδοι και συντέμνονται οι ορθόκλαδοι ή πλαγιόκλαδοι δευτερεύοντες βραχίονες κατά το ήμισυ του μήκους τους. Οι τομές πρέπει να γίνονται πάντοτε σε κάποια βλάστηση, αν αυτό είναι δυνατόν. Οι δε υπεράριθμοι βραχίονες πρέπει να αφαιρούνται. Αλλά με το αυστηρό αυτό κλάδεμα ευνοείται η έκπτυξη νέας βλαστήσεως, η οποία πρέπει να αραιωθεί κατά τα επόμενα χρόνια, για να επιτευχθεί έτσι καλή κατανομή αυτής στο δένδρο.
Με την εφαρμογή ενός τέτοιου κλαδέματος, η αζωτούχα λίπανση πρέπει να ανασταλεί, για ένα έως δύο χρόνια, για να μειωθεί ο υπερβολικός αριθμός εκπτύξεως παραφυάδων και λαίμαργων βλαστών. Ο περιορισμός αυτός μπορεί να επιτευχθεί και με την επάλειψη των τομών με πάστα λανολίνης, που περιέχει ναφθαλινολικό οξύ (NAA) 1%. Όταν δε αποκατασταθεί η βλάστηση και έχει αφαιρεθεί κάθε είδος περιττής βλαστήσεως, τότε πρέπει να αποφευχθεί η εφαρμογή νέου αυστηρού κλαδέματος, γιατί μειώνει την παραγωγή σημαντικά, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα αυτή να αντισταθμιστεί από την αύξηση του μεγέθους των καρπών, ανεξάρτητα αν ο ελαιώνας είναι ποτιστικός.
Κλάδεμα αναγεννήσεως
Το κλάδεμα αναγεννήσεως των ελαιοδένδρων μοιάζει με το κλάδεμα ανανεώσεως, αλλά είναι πιο αυστηρό. Εφαρμόζεται δε σε γηρασμένα δένδρα και αποσκοπεί σε πλήρη ανανέωση του σκελετού της κόμης των δένδρων με καρατομήσεις βραχιόνων σε απόσταση 20-30εκ. περίπου από το σημείο εκπτύξεώς τους επί του κορμού. Σε αυτόρριζα δένδρα η καρατόμηση μπορεί να γίνει και επί του κορμού σε ύψος, που καθορίζεται από τον ελαιοπαραγωγό λαμβανομένου υπόψη του τρόπου εδαφοκατεργασίας και το αν σημειώνονται παγετοί στην περιοχή του ελαιώνα. Όταν η εδαφοκατεργασία γίνεται με μηχανικά μέσα και σημειώνονται παγετοί στην περιοχή του ελαιώνα, τότε συνιστάται η καρατόμηση του κορμού να γίνεται όσο το δυνατό υψηλότερα. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο η κόμη διαμορφώνεται σε ικανοποιητικό ύψος από το έδαφος, πράγμα που επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση των μηχανικών μέσων και την αποφυγή ζημιών αυτής από παγετό.
Τα αποτελέσματα είναι αρκετά ενδιαφέροντα και δείχνουν μέσα σε μια δεκαετία ή και λιγότερο (ανάλογα με την ποικιλία), ότι η παραγωγή των αναγεννημένων δένδρων είναι ίση με εκείνων στα οποία εφαρμόζονται συνηθισμένες καλλιεργητικές τεχνικές. Οι πιο πάνω επεμβάσεις για να είναι αποτελεσματικές, σε ότι αφορά την αναβλάστηση των ελαιοδένδρων, πρέπει να διενεργούνται σε ελαιόδενδρα που αναπτύσσονται σε εδάφη γόνιμα και με επαρκή υγρασία. Χρονικά δε οι επεμβάσεις αυτές πρέπει να εκτελούνται πριν από την έκπτυξη της νέας βλαστήσεως των δένδρων την άνοιξη. Τα καρατομηθέντα ελαιόδενδρα αναβλαστάνουν την άνοιξη.
Η νέα βλάστηση κατά τα τέλη του χειμώνα αραιώνεται και αφήνονται 3 έως 4 ισχυροί βλαστοί, που θα αποτελέσουν τους νέους βραχίονες του ελαιοδένδρου. Οι βλαστοί αυτοί, αν είναι αναγκαίο, κορυφολογούνται ελαφρά για να δώσουν πλάγια βλάστηση προκειμένου να διαμορφωθεί η νέα κόμη του ελαιοδένδρου. Τα ελαιόδενδρα, που δέχθηκαν τις προαναφερθείσες επεμβάσεις, αναπτύσσουν ικανοποιητικού μεγέθους κόμη και μπαίνουν σε παραγωγή κατά τον 3ο ή 4ο χρόνο από την επέμβαση, λόγω του ότι τα δένδρα διαθέτουν αναπτυγμένο ριζικό σύστημα. Η αναγέννηση των ελαιώνων μπορεί να γίνει δια μιας ή τμηματικά, στους δε ελαιώνες πυκνής φυτεύσεως αν η εκρίζωση κάποιων σειρών των δένδρων κρίνεται αναγκαία, λόγω εμφανίσεως συμπτωμάτων ακαρπίας, και ο ελαιοπαραγωγός για ψυχολογικούς λόγους δεν προβαίνει στην ενέργεια αυτή, συνίσταται τα ελαιόδενδρα των σειρών αυτών να αναγεννηθούν με τον τρόπο που αναφέρθηκε πιο πάνω.
Συχνότητα και εποχή κλαδέματος
Το κλάδεμα μπορεί να γίνει κάθε 2-3 χρόνια ανάλογα με εδαφοκλιματικές συνθήκες (γονιμότητα εδάφους, ποικιλία, βροχοπτώσεις κλπ.). Σε αρδευόμενα δένδρα και σε μεγάλα καλά ανανεωμένα, είχαμε και καλύτερα αποτελέσματα όταν κλαδεύονται κάθε τρία (3) χρόνια (Κορωνέικη, Μαστοειδής). Συνίσταται πολλές φορές να γίνεται μέτριο ετήσιο κλάδεμα σε περιπτώσεις που επετειοφορούν τα δένδρα και που μαζεύονται με ραβδισμό (π.χ. Κορωνέικη).
Το κλάδεμα της ελιάς πρέπει να γίνεται αμέσως μετά τη συγκομιδή των καρπών και πριν από την έναρξη εκπτύξεως της νέας βλαστήσεως. Στις νότιες περιοχές όπου υπάρχει μικρότερος κίνδυνος παγετών, το κλάδεμα μπορεί να αρχίσει αμέσως μετά τη συγκομιδή(Νοέμβριο-Δεκέμβριο) μέχρι Φεβρουάριο, πριν να αρχίσει η νέα βλάστηση. Στις βόρειες περιοχές είναι καλύτερο να αρχίζει αφού περάσει ο κίνδυνος των παγετών (Φεβρουάριο-αρχές Μαρτίου).
Όταν όμως τα ελαιόδενδρα είναι προσβλημένα από το βακτήριο της φυματιώσεως, τότε το κλάδεμα πρέπει να γίνεται το καλοκαίρι για να αποφευχθεί η διασπορά του βακτηρίου. Αν όμως πρέπει να γίνει το χειμώνα, τότε τα κλαδευτικά εργαλεία πρέπει να απολυμαίνονται συχνά, οι δε δημιουργημένες τομές και τα εργαλεία πρέπει να απολυμαίνονται με μπακτισίν.
Σε ελαιώνες, που παρενιαυτοφορούν και δεν υπάρχει πρόβλημα από το βακτήριο της φυματιώσεως, ο ελαιώνας θα ωφεληθεί αν ένα μέρος του κλαδέματος γίνει κατά το χρόνο της καρποφορίας αμέσως μετά την καρπόδεση. Το κλάδεμα αυτό αποσκοπεί στην αφαίρεση μερικών βλαστών, που φέρνουν πολλούς καρπούς, αποφεύγοντας όμως να αφαιρούμε εκείνους που φέρνουν λίγους καρπούς. Πιο συγκεκριμένα το κλάδεμα αυτό αποσκοπεί στην αφαίρεση μεγαλύτερου φορτίου με τη μικρότερη δυνατή απώλεια σε φύλλωμα.
Τα ελαιόκλαδα αμέσως μετά το κλάδεμα πρέπει να απομακρύνονται από τον ελαιώνα ή να καίγονται μέσα στον ελαιώνα, όταν η απόσταση φυτεύσεως των δένδρων είναι τουλάχιστο 8-10 μέτρα και δεν προξενείται ζημιά σε αυτά. Και αυτό, γιατί δημιουργούν εστίες αναπτύξεως διαφόρων επιβλαβών παρασίτων της ελιάς.
Κλάδευμα παγετόπληκτων δένδρων
Συνήθως μετά από ισχυρό παγετό (-8ο έως –9,5οC) παρατηρείται έντονη φυλλόπτωση, σχίσιμο του φλοιού και μερικές φορές ξήρανση των βραχιόνων, κλάδων και βλαστών. Πιο ευαίσθητα στον παγετό είναι τα δένδρα εκείνα που κλαδεύτηκαν αυστηρά πριν από τον παγετό, συγκριτικά με τα ακλάδευτα ή ελαφρά κλαδεμένα. Οι μεγαλύτερες ζημιές παρατηρούνται σε ελαιόδενδρα, τα οποία αναπτύσσονται σε ελαφρά εδάφη και έχουν δεχθεί νωρίς κλάδεμα και αζωτούχα λίπανση, όταν ο παγετός σημειωθεί στις αρχές με μέσα Μαρτίου. Και αυτό, γιατί τα δένδρα αυτά βλαστάνουν νωρίτερα από εκείνα που αναπτύσσονται σε βαριά εδάφη και δεν έχουν δεχθεί έγκαιρα κλάδεμα και λίπανση.
Η επίδραση της φυλλοπτώσεως από το παγετό είναι παρόμοια εκείνης του αυστηρού κλαδέματος. Σε τέτοιες περιπτώσεις νέα βλάστηση εκπτύσσεται από μη ζημιωθέντες οφθαλμούς αργά την άνοιξη. Αν λοιπόν σε μια τέτοια περίπτωση επιχειρήσουμε να αφαιρέσουμε νωρίς τη ζημιωθείσα βλάστηση, ενδέχεται να αφαιρέσουμε και υγιή βλάστηση, που μπορεί να καρποφορήσει την επόμενη περίοδο. Γι’ αυτό μετά από ισχυρό παγετό τα δένδρα αφήνονται ακλάδευτα μέχρι τον Ιούνιο ή Ιούλιο, οπότε και γίνεται το ενδεδειγμένο κλάδεμα. Συνίσταται όμως μετά από παγετό η διενέργεια ψεκασμού με βορδιγάλειο πολτό για την αντιμετώπιση ενδεχόμενης προσβολής των ελαιοδένδρων από το βακτήριο της φυματιώσεως. Επίσης συνίσταται τα ελαιόδενδρα, που επέστησαν ζημιά από πυρκαγιές, να κλαδεύονται μετά την πλήρη εκβλάστησή τους για να καταστεί δυνατός ο διαχωρισμός του ζημιωθέντος ή μη ξύλου της ελιάς.
Μέσα κλαδέματος
Το κλάδεμα της ελιάς γίνεται βασικά με χειροκίνητα ή βενζινοκίνητα πριόνια και με κλαδευτικά ψαλίδια. Η εφαρμογή μηχανικού κλαδέματος σε ορισμένες χώρες δεν έδωσε ικανοποιητικά αποτελέσματα, γιατί αφαιρεί μεγάλο ποσοστό καρποφόρας βλαστήσεως. Ανεξάρτητα όμως του αποτελέσματος αυτού μερικού ερευνητές καταβάλλουν προσπάθειες για να κατασκευάσουν νέα κλαδευτικά μηχανήματα των οποίων η χρήση να είναι πιο αποτελεσματική και οικονομική.
Αναδημοσίευση του άρθρου “Το κλάδεμα της ελιάς”, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 32 του περιοδικού “Ελιά & Ελαιόλαδο”