Είναι γνωστό ότι ένα ισορροπημένο πρόγραμμα λίπανσης με την κατάλληλη παροχή των απαραίτητων θρεπτικών στοιχείων είναι αναγκαίο ώστε να ενισχύσει την ανθοφορία και την καρπόδεση στο μέγιστο.
Η ελαιοπεριεκτικότητα των καρπών της ελιάς φαίνεται πως δεν σχετίζεται με τον αριθμό και το μέγεθός τους. Όταν τα δένδρα φτάσουν σε πλήρη ωρίμανση, το περιεχόμενο του ελαίου στη σάρκα είναι ομοιόμορφο σε όλους τους καρπούς, ανεξάρτητα από το μέγεθος της ελιάς ή από τη συνολική απόδοση.
Η τελική περιεκτικότητα σε λάδι προσδιορίζεται από την αλληλεπίδραση ανάμεσα στις συνθήκες ανάπτυξης του δένδρου και την ποικιλία του. Ένα ακριβές πρόγραμμα θρέψης μπορεί να επηρεάσει την τελική ελαιοπεριεκτικότητα του καρπού.
Η καλή και μεγάλη απόδοση της παραγωγής των ελαιόδενδρων καθορίζεται από το βαθμό της άνθησης και καρπόδεσης των ανθέων κάτω από ευνοϊκές συνθήκες περιβάλλοντος.Όπως γνωρίζουμε, ένα ώριμο δένδρο ελιάς στο στάδιο της πλήρους ανθοφορίας μπορεί να φέρει μέχρι και 500-600.000 άνθη. Από αυτά μόλις το 10%-20% καταλήγουν σε σχηματισμό καρπού και τελικά μόλις το 2-5% αυτών σχηματίζει την ετήσια παραγωγή.
Το άζωτο, ο φώσφορος και το κάλιο είναι θρεπτικά στοιχεία πολύ σημαντικά για την ενίσχυση της ανθοφορίας και της καρπόδεσης. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος του αζώτου και του φωσφόρου στα νεαρά φυτά έως 3 ετών. Όταν τα στοιχεία αυτά βρίσκονται σε επάρκεια μέσα στα φυτά, το δένδρο ανταποκρίνεται θετικά σε κάθε επιπλέον παροχή ποσότητας ενός εκ των θρεπτικών αυτών στοιχείων. Προσοχή όμως γιατί υπερβολικές ποσότητες θρεπτικών στοιχείων κατά την περίοδο του χειμώνα μπορεί να οδηγήσουν σε ανισορροπία θρέψης με μειωμένα αποτελέσματα άνθισης και καρπόδεσης.
Εκτός από τα βασικά θρεπτικά στοιχεία (άζωτο, φώσφορο και κάλιο) σημαντικό ρόλο στην ελιά διαδραματίζουν και τα ιχνοστοιχεία όπως βόριο, ασβέστιο, μαγνήσιο, ο σίδηρος και ο ψευδάργυρος. Το βόριο είναι ένα κρίσιμο ιχνοστοιχείο το οποίο συντελεί σημαντικά στα στάδια της άνθησης, καρπόδεσης και γενικά στη συνολική παραγωγή της ελιάς.
Η ελαιοπεριεκτικότητα των καρπών της ελιάς φαίνεται πως δεν σχετίζεται με τον αριθμό και το τελικό μέγεθός τους. Όταν τα δένδρα φτάσουν σε πλήρη ωρίμανση, το περιεχόμενο του ελαίου στη σάρκα είναι ομοιόμορφο σε όλους τους καρπούς, ανεξάρτητα από το μέγεθος της ελιάς ή από τη συνολική απόδοση. Η τελική περιεκτικότητα σε λάδι προσδιορίζεται από την αλληλεπίδραση ανάμεσα στις συνθήκες ανάπτυξης του δένδρου και την ποικιλία του. Ετσι ένα ακριβές πρόγραμμα θρέψης μπορεί να επηρεάσει κατα πολύ την τελική ελαιοπεριεκτικότητα του καρπού.
Μετά την σκλήρυνση του πυρήνα της ελίας τον Αύγουστο, αρχίζει να αναπτύσεται η σάρκα και σταδιακά να παρατηρείται συσσώρευση ελαιόλαδου στον καρπό. Κατά την διάρκεια αυτού του σταδίου αυξάνεται η απαίτηση των δέντρων σε θρεπτικά στοιχεία και ειδικότερα σε Αζωτο και Κάλιο.
Η επάρκεια αζώτου το φθινόπωρο αυξάνει το μέγεθος και το βάρος των καρπών. Υπερβολικό όμως άζωτο αυτή την περίοδο μειώνει τη ελαιογέννεση και καθυστερεί την ωρίμανση. Το Κάλιο αυξάνει την ελαιοπεριεκτικότητα των καρπών και προάγει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά στις επιτραπέζιες ποικιλίες (Καλαμών, Αμφίσης). Γι αυτό το λόγο συνιστώνται διαφυλλικοί ψεκασμοί δύο φορές με καλιούχα λιπασματα τύπου (18-5-30 η 5-15-40). Ο φώσφορος τον Οκτώμβριο πρωιμίζει την ωρίμανση, αυξάνει το βάρος και βελτιώνει τον χρωματισμό (μαύρισμα) στις επιτραπέζιες ποικιλίες.
Επίσης οι διαφυλλικές εφαρμογές ασβεστίου, ψευδαργύρου και βορίου σε δύο δόσεις, στο στάδιο της πλήρους άνθησης και 15-20 ημέρες αργότερα αυξάνουν το περιεχόμενο της σάρκας σε λάδι σε ελαιοπαραγωγικές ποικιλίες Κορωνέικη Αρμπεκίνα και Μανάκι. Το γέμισμα των καρπών αυξάνεται και το περιεχόμενο σε λάδι μεγιστοποιείται όταν το ασβέστιο ο ψευδάργυρος και το βόριο εφαρμόζονται συνδυαστικά