Πολλοί άνθρωποι υποφέρουν από προσβολές ιλίγγου, ιδιαίτερα όσο μεγαλώνουν. Ως ίλιγγος ορίζεται η ψευδαίσθηση της κίνησης του ασθενή όταν στην πραγματικότητα δεν επιτελείται κίνηση ή ως υπερβολικό αίσθημα κίνησης σαν απάντηση σε μία συγκεκριμένη κίνηση του σώματος.
Το άτομο αισθάνεται ότι το ίδιο ή το δωμάτιο στο οποίο βρίσκεται στριφογυρίζουν και ότι τα αντικείμενα γύρω του περιστρέφονται. Το άτομο μπορεί επίσης να νιώθει μία ώθηση ή αιώρηση προς τα πλάγια, εμπρός ή πίσω και μία τάση για πτώση. Αρκετές φορές βιώνει ένα αίσθημα «κατάρρευσης», τρικλίζει κατά το βάδισμα δεξιά και αριστερά, και έτσι είναι δύσκολο να διατηρήσει την ισορροπία του.
Τα συμπτώματα αυτά είναι ψευδή και παρ’ ότι είναι ιδιαίτερα ενοχλητικά, τις περισσότερες φορές δεν είναι επικίνδυνα. Ο ίλιγγος πολύ συχνά συνοδεύεται από ναυτία ή και εμέτους, χλόμιασμα και επιβράδυνση του σφυγμού.
Τι προκαλεί τον ίλιγγο
Σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ο ίλιγγος είναι λαβυρινθικής αιτιολογίας. Στον οργανισμό μας υπάρχουν δύο όργανα ισορροπίας, οι λαβύρινθοι, οι οποίοι είναι τοποθετημένοι στο εσωτερικό του κάθε αφτιού μας. Ο λαβύρινθος περιέχει έναν πολύ ευαίσθητο μηχανισμό, ο οποίος μας βοηθάει να καταλαβαίνουμε τις κινήσεις του κεφαλιού και του σώματός μας. Έτσι, ο λαβύρινθος στέλνει πληροφορίες στα κέντρα ισορροπίας του εγκεφάλου, οι οποίες είναι πολύτιμες για τη διατήρηση ισορροπίας του σώματος.
Εάν ένας από τους δύο λαβύρινθους παρουσιάσει έκπτωση της λειτουργίας του ή αντίθετα ερεθιστεί, τότε επέρχεται διαταραχή των ερεθισμάτων που στέλνονται προς τον φλοιό του εγκεφάλου. Στην περίπτωση αυτή, ο φλοιός ερμηνεύει αυτά τα ερεθίσματα ως κίνηση, με αποτέλεσμα ο ασθενής να έχει αίσθημα περιστροφής, ζάλη, αστάθεια στη βάδιση και πολλές φορές ναυτία και εμετούς.
Σε ποσοστό άνω του 80%, ο ίλιγγος οφείλεται σε ενδολαβυρινθικές βλάβες ή βλάβες των κεντρικών συνδέσεών του. Ένα πρώτο αίτιο είναι να μην λειτουργεί καλά ο μηχανισμός που μόλις περιγράφηκε. Ενδέχεται επίσης να υπάρχει ανεπαρκής αιμάτωση του λαβύρινθου και αυτό να οφείλεται σε αρτηριοσκλήρυνση, σε σπασμό των αγγείων του λαβύρινθου, ή σε προβλήματα στον αυχένα, όπως π.χ. άλατα.
Ενδέχεται επίσης τα προβλήματα να προκλήθηκαν από ιώσεις ή φλεγμονές του λαβύρινθου. Σε ένα πολύ μικρότερο ποσοστό, ο ίλιγγος μπορεί να οφείλεται σε βλάβες του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (π.χ. αιμορραγίες ή αποστήματα του εγκεφάλου, όγκοι, παρεγκεφαλίδα ή νόσο όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας). Ίλιγγος επίσης παρατηρείται ως παρενέργεια από κάποια φάρμακα, από ψυχογενή αίτια, από ορθοστατική υπόταση ή από υπογλυκαιμία. Γι’ αυτό το λόγο είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζει κανείς την ακριβή αιτιολογία του ιλίγγου.
Πώς γίνεται η διάγνωση
Προκειμένου να διαγνωστεί ο ίλιγγος, χρειάζεται πρώτα απ’ όλα να λάβει ο εξειδικευμένος ωτολόγος αναλυτικό ιστορικό από τον ασθενή και να προχωρήσει σε νεοωτολογικό-ακοολογικό έλεγχο. Στον έλεγχο αυτό περιλαμβάνονται και δοκιμασίες πρόκλησης ιλίγγου, που δίνουν στοιχεία για το ακριβές σύστημα που έχει πάθει βλάβη.
Διενεργείται επίσης κλινικός έλεγχος, με δοκιμασία ιλίγγου θέσεως και εξέταση τόσο των αιθουσο-νωτιαίων, όσο και των αιθουσο-οφθαλμικών αντανακλαστικών. Προκειμένου να διερευνηθεί αν υπάρχει πιθανή βλάβη στον λαβύρινθο ή στην ακουστική οδό, ο γιατρός προχωράει σε εξέταση της ακοής με τονική ακοομετρία και προκλητά ακουστικά δυναμικά του εγκεφαλικού στελέχους.
Επίσης, για να βρεθεί ο πάσχων λαβύρινθος γίνεται έλεγχος του οπίσθιου λαβύρινθου με θερμικούς διακλυσμούς και ταλαντευόμενο έδρανο. Εφαρμόζεται επίσης η μέθοδος του βιντεονυσταγμογραφήματος, όπου υπέρυθρες κάμερες καταγράφουν τις αυτόματες κινήσεις των ματιών κατά την εκτέλεση διαφόρων εξετάσεων. Αυτό συμβαίνει λόγω σύνδεσης των λαβύρινθων με τα κέντρα κίνησης των ματιών.
Καταγράφοντας την κατεύθυνση της κίνησης των ματιών, την ταχύτητά της, καθώς και άλλες παραμέτρους, ο γιατρός μπορεί να βγάλει συμπέρασμα τόσο για τη λειτουργία των λαβύρινθων, όσο και για την ακριβή αιτιολογία του ιλίγγου.
Τρόποι αντιμετώπισης του ιλίγγου
Ο ίλιγγος αντιμετωπίζεται με φαρμακολογική θεραπεία, ειδικές ασκήσεις και σπανιότερα με χειρουργική θεραπεία. Σε περίπτωση ενός περιστατικού οξέος ιλίγγου, συνιστάται ξεκούραση και παραμονή στο κρεβάτι, ώστε να περιοριστεί η βαρύτητα των συμπτωμάτων. Σε οξεία προσβολή ιλίγγου με βαριά συμπτωματολογία, η ενδομυϊκή χορήγηση χλωροπρομαζίνης ή διαζεπάμης μπορεί να οδηγήσει σε υποχώρηση της προσβολής. Ο ασθενής πρέπει επίσης να λαμβάνει δίαιτα ανάλατη και πλούσια σε πρωτεΐνες.
Στην οξεία φάση ενός ιλίγγου μετά την κρίση, χορηγούνται φάρμακα που συνήθως είναι αντιισταμινικά, αντιχολινεργικά, αντιεμετικά, κατασταλτικά του λαβύρινθου, καθώς και καταπραϋντικά-υπνωτικά. Ως συνήθης αγωγή εφόδου χορηγείται ένα αντιεμετικό-αντιιλιγγικό όπως η διμενυδράτη είτε από το στόμα ή σε υπόθετο από το ορθό, ή ένα αντιισταμινικό-αντιιλιγγικό όπως η κινναριζίνη ή κάποιο κατασταλτικό.
Θα πρέπει όμως να διευκρινιστεί ότι ενώ τα φάρμακα βελτιώνουν πολύ τα συμπτώματα στην οξεία φάση, εντούτοις στη χρόνια φάση μπορεί να τα επιδεινώσουν, κι αυτό διότι εμποδίζουν το κεντρικό νευρικό σύστημα να αναπτύξει από μόνο του μηχανισμούς εξισορρόπησης της βλάβης. Έτσι, τα φάρμακα πρέπει να χορηγούνται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ενώ στη συνέχεια θα πρέπει να διακόπτονται σύμφωνα με την οδηγία του γιατρού.
Στη χρόνια φάση συνιστάται στον ασθενή να κάνει ειδικές ασκήσεις που έχουν ως στόχο να αναπτύξουν ένα είδος αντοχής και ανοχής στον ίλιγγο. Στην ουσία οι ασκήσεις έχουν σαν σκοπό να προκαλέσουν τα συμπτώματα του ιλίγγου και να βοηθήσουν τον εγκέφαλο να αντισταθμίσει τις άνισες απαντήσεις από τους δύο λαβύρινθους.
Με αυτό τον τρόπο ο εγκέφαλος προοδευτικά «εκπαιδεύεται» στο να μάθει να αγνοεί τα ερεθίσματα που προκαλούν τον ίλιγγο. Οι ασκήσεις πρέπει να γίνονται καθημερινά, για τουλάχιστον 3 μήνες, μέχρι που σιγά-σιγά ο ίλιγγος να αρχίσει να φθίνει. Τις ασκήσεις πρέπει να τις δείξει στον ασθενή εξειδικευμένος ωτολόγος, που θα συστήσει ποιες ακριβώς πρέπει να επιτελούνται ανάλογα με την εξέλιξη που παρουσιάζει ο ασθενής.
Τέλος, σε περιπτώσεις που ο ίλιγγος παρά την εφαρμογή μακροχρόνιας φαρμακευτικής αγωγής και σωματικής άσκησης δεν υποχωρεί, και δυσκολεύει πολύ την καθημερινότητα του ασθενούς, υπάρχει η δυνατότητα ενδοτυμπανικών εγχύσεων με εξαιρετικά αποτελέσματα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις και ανάλογα πάντα με την αιτία, προβαίνουμε σε χειρουργική αντιμετώπιση.
(*) Ο Δρ. Κ.Θ. Μακρυπίδης είναι χειρουργός ΩΡΛ-Πλαστική Χειρουργική Προσώπου και μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Πλαστικής Προσώπου D.O.H.N.S. Royal College of Surgeons (www.drmakrypidis.gr)